ΔΑΚΡΥΑ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

  ΔΑΚΡΥΑ  ΚΙ  ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ


Οι αρχαίες πέτρες σταλάζουν δάκρυα
κι’ αινίγματα.
Ενώ οι εργάτες με βλέμμα άδειο
και σκυφτοί ανασαίνοντας
αναποδογυρίζουν σισύφεια
την κλεψύδρα του χρόνου.
Επιτροπές ειδικών και ειδικοί επιτροπών
ανέγγιχτοι απ’ την ανατριχίλα των χρησμών
αποφαίνονται για μια αμετάκλητη βεβήλωση.
Πιο πέρα κάποιος επικαλείται θλιβερά τον Πόντιο Πιλάτο.

Ποτέ τα μονοπάτια της Δωδώνης
δεν ήταν τόσο σιωπηλά
όσο τούτο το Φθινόπωρο…
Τα  βήματά μου
βυθίζονται στη λήθη των φύλλων.
Ο κρόκος και το κυκλάμινο
λιποθυμούν στη χούφτα μου.
Φεύγοντας  κόβω ένα χρυσοκόκκινο θάμνο,
τον μεταφέρω τελετουργικά στην πόλη,
Στολίζω το παλιό λαγήνι…
Και γεμίζει το σπίτι μου με φως γλυκό
έτσι όπως μοιάζουν τα χρώματα στο σούρουπο
σπαράγματα από βυζαντινή αγιογραφία…

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

Οι συνάδελφοι παρατήρησαν
πως έχω μαύρους κύκλους στα μάτια.
Που να μη διάλεγα και το λευκό απ’ τη ντουλάπα…

Ο τροχονόμος που με σταμάτησε στην ευθεία
μου σύστησε να μην οδηγώ κουρασμένη.
Το παιδί με τους καφέδες
με ρώτησε με έγνοια: «είστε καλά;»
Κι’ ένας μαθητής διαπίστωσε θαρρετά
«ξενυχτήσατε κυρία»…

Το μεσημέρι,
στον καθρέφτη της κάμαρής μου
απήγγειλα έναν μονόλογο…
Και το πάτωμα γέμισε δάκρυα.

«Σαν πεθαμένη είμαι» ψιθύρισα
κοντά, πολύ κοντά στο πρόσωπό μου
και σάλεψαν ανήσυχα  τα φύλλα στο μπαλκόνι.
«Σαν πεθαμένη είμαι»επανέλαβα
πανευτυχής που δεν ήμουν.

Ποιος θα με καταλάβει αλήθεια  αν του πω,
πως πάλευα όλη νύχτα μ’ ένα στίχο …      

ΑΠ’ ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

     ΑΠ’  ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Πάρο, Νάξο, Άγιο Κήρυκο, Φούρνοι,
Καρλόβασι, Βαθύ…
Με το πρόσωπο κολλημένο στο φινιστρίνι
μετρώ τους φάρους με τη σειρά.
Στοιχειά στο πέλαγος
που ανεμοδέρνονται μες την αγρύπνια μου!
Αγέρωχοι και προσηνείς
αναβοσβήνουν την ελπίδα μου
δίνουνε λάμψη στ’ όνειρο
νόημα στον καημό.
Κατάπολα, Αιγιάλη…
Λιμάνια  μακρινά
που σας αγάπησα στα εννιά μου χρόνια
με το ραδιόφωνο στ’ ανήσυχο αυτί.
Όταν έκλεινα τα σχολικά μου βιβλία
κι’ ο σταθμός μετέδιδε
τα δρομολόγια πλοίων
και το δελτίο θυελλωδών ανέμων…
Πεδίο βολής  Ψαθούρα...
Έκλεινα τα μάτια
αποκαμωμένη απ’ το ταξίδι.
Τόσα μίλια…
Ιόνιο-Αιγαίο και πάλι Ιόνιο
και με το φόβο του παιδιού μη λειώσουν τα φτερά του.

Νησιά μου μακρινά κι’ αγαπημένα
Ήχος και χρώμα γίνατε στην ποίησή μου
και μες στο σχήμα το δικό σας κατοικώ…

ΑΓΩΝΙΑ

      ΑΓΩΝΙΑ                                                           

Κλείνω με φόβο τα μάτια στα λασπόνερα.
Ξυπνώ μεσάνυχτα και βάφω γαλάζιους τους τοίχους.
Σχεδιάζω λευκά καράβια, ήλιους κι’ αστερίες.
Παλεύω με πόνο να κρατήσω τη θάλασσα μέσα μου.

Κραυγές λύκων και σκιές βρικολάκων
Ταράζουν τον ύπνο μου.

Μη μου στερείτε τη θάλασσα…
Τη θάλασσα, τη θάλασσα
Το φως και το τραγούδι.

Έτσι απλά

                              Έτσι απλά

Το τρίξιμο της πόρτας στο παλιό ξωκλήσι τ’ Αγιαννιού
Κι’ ανάμεσα στα πεύκα η θάλασσα…

Έτσι απλά μας χαρίζεται ο Θεός.
Σε μιαν ερημιά
Σ’ ένα λουλούδι έκπληξη
στην ξεχασμένη γλάστρα της αυλής.
Ή στους δρόμους της άγρυπνης πόλης.
Σ’ ένα βλέμμα στο τραίνο
Ή σε μιαν αγκαλιά αποχωρισμού.
Σ’ ένα δάκρυ αντάμωσης στα σκαλοπάτια
τη Νύχτα της Ανάστασης.
Έτσι απλά μας δίνεται η ζωή.
Έτσι  απλά μας φεύγει…

Έτσι απλά κι’ εγώ σ’ αγαπώ.
Μα για να φτάσω ως εδώ
δεν ήταν καθόλου απλό…

Άλλη εκδοχή της θάλασσας

Άλλη εκδοχή της θάλασσας


Μοιάζει δραπέτης από ξένη πολιτεία, μακρινή
κατηφορίζοντας το χωματένιο δρόμο
τα βροχερά απογεύματα…
Σκυφτός
και μ’ ένοχη βιασύνη
(ή με λαχτάρα παιδική).
Λες κι’ ειν’ η θάλασσα φυγή
για κάτι αγελαίους τουρίστες
ή  μονοπώλιο του Καλοκαιριού…
Λες και δε βρίσκει ο άνθρωπος
άλλη εκδοχή της θάλασσας…
Ξυπόλυτος και μόνος, σαν το Μωυσή
Βαδίζει φέγγοντας
Ενώ στους καφενέδες μυρίζει τσάι και ξυλόσομπα.
Κι’ η άμμος απάτητη.
Κι’ η θάλασσα σιωπηλή…
Ποια εκδοχή απ’ όλες να κρατήσουμε
για μια φιγούρα απόμακρη στην παραλία
τα βροχερά απογεύματα
έτσι που εξορίσαμε τους ποιητές;

Ώσπου κατάλαβα

Ώσπου  κατάλαβα

Το πρώτο μου τετράδιο
κιτρινισμένο στην κασέλα.
Οι χάρτες των πρώιμων ταξιδιών μου.
Όταν όλοι αναπαύονταν
Φορούσα τα φτερά μου
κι' έκανα το γύρο του κόσμου δυό φορές.
Τώρα επιστρέφω τα Σαββατόβραδα
και ιχνηλατώ τους κήπους της αθωότητας.
Τα λευκά κοφτά κουρτινάκια
τα  μπλε παραθυρόφυλλα
το βαρύ κλειδί παροπλισμένο στον τοίχο.
Τα παλιά κοφίνια του τρύγου
γεμάτα πια από θάμνους της θάλασσας.
Κι' ο βασιλικός
πάλι, αρχές καλοκαιριού
στην ίδια θέση.
Έτσι, νοσταλγικά πολλές φορές
Με παίρνει ο ύπνος μακριά
Κι' είναι τα όνειρά μου τόσο δυνατά
που ξυπνάνε τις φωτογραφίες στο τζάκι
και με κοιτάζουν απ' τα παιδικά μου χρόνια
μορφές ηρώων και αγίων συγγενών.
Όλα κινούνται στη δική τους μουσική
Κι' ενώ έχω κλείσει το ραδιόφωνο νωρίς,
το κινητό, την τηλεόραση
κάποιος χτυπάει ρυθμικά την πόρτα στο δωμάτιο
και το πατζούρι και το τζάμι
και τα σκαλοπάτια στην είσοδο.
Ρυθμικά και βασανιστικά.
Το κεφάλι και το σώμα μου πονάνε.
Με το πρόσωπο αντικρύ
στο ραγισμένο καθρέφτη απ' την παλιά «καλημέρα»
προσπαθούσα Κυριακή ξημερώματα
να σταματήσω το ρυθμό
και να νικήσω τον ανίκητο πόνο.
Ώσπου κατάλαβα
πως δεν ήταν τίποτ' άλλο
παρά μόνο η ψυχή μου
που κάπου-κάπου τις νύχτες μ' εκδικείται
για τα όσα από φόβο της στέρησα.

Όταν βρέχει

Όταν βρέχει

Ένα κλαράκι βασιλικός που έκρυβες στο γράμμα
Αρκούσε
για να ευωδιάσει το φοιτητικό μου δωμάτιο
Κι ο ήχος της φωνής σου
μ’ ακολουθούσε στους μεγάλους δρόμους:
«Να προσέχεις»

Ξεφυλλίζοντας το  «Πείνα και Δίψα»
βρίσκω τα άνθη λεμονιάς απ’ το περιβολάκι μας.
Στ’ αγαπημένα  Άπαντα
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από γυμναστικές επιδείξεις…

Όταν βρέχει
αναποδογυρίζω με μανία τα παλιά συρτάρια
Και γεμίζει με μνήμες το σπίτι
Τρέχω και κλείνω πόρτες και παράθυρα
Ανοίγω ένα παλιό κρασί
Και με βρίσκουν το πρωί στο πάτωμα
Χτυπημένη απ’ την απουσία…   

Φορτίο βαρύ

Φορτίο  βαρύ

Οι δρόμοι που αγάπησα χαθήκαν

Ή δεν τους αναγνωρίζω πια.

Κι’ η αθωότητα

Απ’ τα βάθη του μυαλού μου

Επιμένει να μου ορίζει τον κόσμο.

Ένα φορτίο βαρύ η νοσταλγία

Κι’ οι μέρες που έρχονται

Βιάζονται  να περάσουνε στη λήθη

Προτού τις ζήσουμε.

Μοιάζει σαν απειλή το παρελθόν

Σαν να μην έχουμε πια άλλες δυνάμεις

Για το μέλλον.

Κι’ η δίψα, δίψα παραμένει

Κι’ ο φόβος, φόβος.

Μην ξεπουλήσουμε το όνειρό μας

Μην αφεθούμε στο συρμό.

Το τοπίο μέσα μου

                                     Το τοπίο μέσα μου

Τις ώρες που ακίνητη κοιτάζω τη θάλασσα
ετοιμάζω μέσα μου το τοπίο του χειμώνα…
Αν δεν ξορκίσεις τα χαμένα καλοκαίρια
το φάντασμά τους θα σ’ ακολουθεί
και δεν θα βρίσκεις
ούτε στην πανσέληνο τ’ Αυγούστου γιατρειά.
Οι ανατολές που μάζεψα για φέτος
Οι χρυσοπράσινες πλαγιές
του κυρ Δημήτρη το πορτοκαλί βαρκάκι
ποιά καταχνιά να φοβηθούν;
Στο φως μου και στο χρώμα μου
Ποιο γκρίζο θ’ αναμετρηθεί;

Μου πήρε πολλά χρόνια
Μέχρι να μάθω να κοιτάζω τη θάλασσα…

Τώρα θα στεγνώνω το πέρασμά μου
Στους βροχερούς δρόμους
Με μια κόκκινη ομπρέλα
Θα διασχίζω την πόλη
και το σκοτάδι των ανθρώπων.
Κι’ όταν καμιά φορά θολώνει η ματιά μου
Θα τρέχω στο τοπίο μου να κλειστώ
Και στ’ ασπροκλήσι της Θύμαινας
θα μπαίνω
που η λειτουργία της Παναγιάς
διαπερνάει το τζαμάκι στ’ άγιο βήμα
κι’ αρμενίζει στο πέλαγος…

Τέλος Αυγούστου

Τέλος  Αυγούστου



Ύστατες προσπάθειες παράτασης του Καλοκαιριού!

Καθηλωμένη κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι
Κάνω πως δεν τα βλέπω τα καράβια…
Ακίνητη, το επόμενο  προσμένω
Έρχεται γύρω στα μεσάνυχτα.
Πιάνει Αστυπάλαια κι’ Αμοργό.
Κι’ έχει ένα φεγγάρι τον Αύγουστο!
Ίσως το επόμενο, το γρήγορο
που πιάνει Πειραιά χαράματα…

Μα με προσπέρασε κι’ αυτό.

Κι’ οι  αποσκευές μου αζήτητες στην προκυμαία…

24 Αυγούστου 2007
Πώς να πατήσεις στην ορεινή χώρα;
Έτσι που έγινε απ’ την αλμύρα η ψυχή σου…
Και τα μάτια της
έτσι που άνοιξαν πελώρια
Πώς να τα κλείσεις πάλι…

Στην αδελφή μου

  Στην   αδελφή μου

Άγρυπνα  στέκια  της  παροικίας
Βουβά  υποκατάστατα
Γεύση  πατρίδας  αλμυρή…
Athens  café, Ammos, Akropolis…
Μοναξιά  στοιχειωμένη  στους  δρόμους  της  Αstoria…
Ψηλαφώ  του χωρισμού  μας  την  έρημο
Και  σε  βρίσκω  εκεί, καθηλωμένη
Σαν  σε  φωτογραφία  ασπρόμαυρη.
Εκεί, στην  ουρά  για  το τραίνο.
Εν  μέσω  άφιλων  φυλών…
Με την  ίδια  νοσταλγία  στο βλέμμα
Με την  ίδια  θλίψη  να  στάζει
απ’ τον  πληγωμένο  ουρανό  του  Mανχάταν.
Πώς  να  στεριώσεις  σε  δυό  πατρίδες
Ποια  να’ναι  τάχα  η  δική  σου  η  γη;

Ο  ιδρώτας  μουσκεύει  τα  σεντόνια  τις  νύχτες
και  τ’  όνειρο  φεύγει  σαν  πλοίο  στα  βαθιά
καθώς  αργεί  να  στηθεί
το πολυπόθητο  σπιτάκι  με τον κήπο
Και  μένει  η πύλη  χρόνια  σφαλισμένη
που  βγάζει  στον  παράδεισο.
Τόσα χρόνια  μακριά, μια  ζωή…

Πόσα δάκρυα σιωπηλά 
Και πόσα χείλη ξερά απ’ τη δίψα
για  μητρική  ή  αδελφική  αγκαλιά!
Κι’ εσύ επιμένεις απελπισμένα
να   τα  χρεώνεις  όλα  στον  Κολόμβο
Λες   κι’  είν’  η  εξορία  σου
δική  του  ανακάλυψη…

Πρόσεχε

                                    Πρόσεχε

Κάτω απ’ το στρώμα μας η  ανάσα της θάλασσας.
Πρόσεχε
όταν τινάζεις τα σεντόνια στον ήλιο.
Την άλλη φορά
που σήκωσες απρόσεχτα τα μαξιλάρια
θυμάσαι  που η  νύχτα μου γέμισε εφιάλτες;
κι’ οι γλάροι που ξεψάριζαν
τα δίχτυα του Βαγγέλη
φτερούγιζαν για τη Χρυσομηλιά;

Είσαι αδέξιος κάπου- κάπου σαν παιδί
και με φοβίζεις.
Τα ξημερώματα
που δρασκελάς τα σύννεφα
για να μου φέρεις την ανατολή
ντύσου λιγάκι πιο ζεστά.
Φυλάξου
έτσι που τρέχεις, μην πληγωθούν τα πόδια σου
στις κορυφογραμμές…
Και
Πρόσεχε, μη μου ρίχνεις τόσο απότομα
το φως στα μάτια.
Αφού ξέρεις
πόσο μ’ αρέσει ο πρωινός ύπνος…

Προσμονή

                                             Προσμονή

Κι’  άλλο καράβι πέρασε.
Πάλι δεν ήρθες..
Μέρες ατέλειωτες στην προκυμαία
Μετρώντας λευκά πανιά.

Ξέρω πως θα’ρθεις.
Κι’ έχω την έγνοια
-μην τύχει κι’ έρθεις άξαφνα-
Να ετοιμαστώ..
Να σκαλίσω  την πέτρα με τ’ όνομά σου
Εκείνη πού φερα απ’ τ’ ακρωτήρι
Μαζί με τα κοχύλια
Και τον κόκκινο αστερία
Και τα ξυλαράκια που’ γλειψε το κύμα.
Να τα ταιριάσω όλα όμορφα, για Σένα
Δροσερά φρούτα στο τραπέζι
Εκείνο το λευκό λινό
Μια ψυχή διψασμένη
Κι’ ένα κορμί καυτό σαν τον Αύγουστο…

Παράπονο

                                                Παράπονο

Έκλαψα μέχρι το πρωί
Για το γιασεμί που βρήκα στο πάτωμα
Για τα γυαλιά που μάτωσαν τα χέρια μου
Και τη ματιά σου
Που πάγωσε το σύμπαν.

Σε κοίταζα να πατάς τα κρινάκια
Κι’ έκλαιγα
Δεν το θελες
Μα εκείνες οι μπότες οι βαριές
Δεν ήταν για τον κήπο.

Κι’ αν φύτευες τριαντάφυλλα
τα κρίνα τα δικά μου
ποτέ σου δεν τα πρόσεξες.

Δεν ξέραμε να μοιραστούμε τη ζωή!
Και τώρα που το μάθαμε
Έχουμε μεγαλώσει..

Φύλαξα τρυφερά λίγες παλιές φωτογραφίες
απ’ τη ζωή που αρνήθηκες

Ο Δρόμος

    Ο Δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ’ ατέλειωτα βράδια
Πώς  έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι

Εκείνα τα Χριστούγεννα ,θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι’ ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ’ τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο  χέρι μου
Σαν μού δωσε τα ρέστα
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
Και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω
Δυό μεθυσμένοι μακριά…
Καμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι’ ο  αντίλαλός  του  μέσα μου.
Έβρεχε
Κι’ η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ’ το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς ,ίσως να τα ζηλεύαμε.

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ’ στο βουβό μου κλάμμα…

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.

Μάνα

  Μάνα

Το διάνεμά σου μεσ' στο σπίτι
Σαν να μην έχεις φύγει από καιρό.
Κάπου-κάπου θαρρώ πως τις νύχτες
Κάποιος ποτίζει το βασιλικό
Και σα δροσίσει τα χαράματα
Κλείνει απαλά το τζάμι.
Νά  ρχεσαι
Να με ξυπνάς
Και να μου σκεπάζεις την πλάτη
Όπως τότε.
Να μου διαβάζεις στη γωνιά μας
απ' το παλιό αναγνωστικό.
Έχει άλλη γλύκα ο Παπαδιαμάντης
απ' το στόμα σου, μάνα
Άλλο βάρος τα Συναξάρια.

Κεραμειδού

   Κεραμειδού

Θύμαινα  Φούρνων Ικαρίας
Το καϊκάκι για την Κεραμειδού
Γέφυρα να περάσεις στη γαλήνη
Τουριστικό σακίδιο η πραμάτεια μου
Βιβλία και λευκά χαρτιά
Και σταθερά
Στις μέρες και στις νύχτες μου
Ο άγγελός μου
Μ’ ένα χαμόγελο γιορτή
Κι’ όλου του κόσμου οι γωνιές
Μικροί παράδεισοι…

ΕΙΣΒΟΛΗ

                                    ΕΙΣΒΟΛΗ

Έτσι μπαίνει πάντα ο Σεπτέμβρης, ξαφνικά.
Ασύστολα εισβάλλει στα λευκά μας πουκάμισα.
Αναποδογυρίζει κάποτε
και τα μπλε τραπεζάκια των διακοπών μας…
Και τα μεγάλα μας απογεύματα τ’ αμέριμνα
κουρνιάζουν, μουσκεμένα άλμπουρα
σε κάτι αμφίβολα καταφύγια.

Χθες ένα κορίτσι γύρευε τα σανδάλια του
σ’ ένα λόφο από φύκια,
μέχρι που το πήρε η νύχτα.

Απ’ το παράθυρο καταγράφω με συνέπεια
τις απώλειες του καλοκαιριού.
Ένα βιβλίο λησμονημένο στην άμμο,
δύο κίτρινα καπέλα, ένα φιλί,
δυό υποσχέσεις, μια απόφαση,
ένα γαλαζοπράσινο φόρεμα, ένα βραχιολάκι ποδιού.

Το άλλο πρωί δένω τα μαλλιά μου στους κάβους
Και ψηλαφώ μια σπασμένη πυξίδα στο μέτωπο…