Το τοπίο μέσα μου

                                     Το τοπίο μέσα μου

Τις ώρες που ακίνητη κοιτάζω τη θάλασσα
ετοιμάζω μέσα μου το τοπίο του χειμώνα…
Αν δεν ξορκίσεις τα χαμένα καλοκαίρια
το φάντασμά τους θα σ’ ακολουθεί
και δεν θα βρίσκεις
ούτε στην πανσέληνο τ’ Αυγούστου γιατρειά.
Οι ανατολές που μάζεψα για φέτος
Οι χρυσοπράσινες πλαγιές
του κυρ Δημήτρη το πορτοκαλί βαρκάκι
ποιά καταχνιά να φοβηθούν;
Στο φως μου και στο χρώμα μου
Ποιο γκρίζο θ’ αναμετρηθεί;

Μου πήρε πολλά χρόνια
Μέχρι να μάθω να κοιτάζω τη θάλασσα…

Τώρα θα στεγνώνω το πέρασμά μου
Στους βροχερούς δρόμους
Με μια κόκκινη ομπρέλα
Θα διασχίζω την πόλη
και το σκοτάδι των ανθρώπων.
Κι’ όταν καμιά φορά θολώνει η ματιά μου
Θα τρέχω στο τοπίο μου να κλειστώ
Και στ’ ασπροκλήσι της Θύμαινας
θα μπαίνω
που η λειτουργία της Παναγιάς
διαπερνάει το τζαμάκι στ’ άγιο βήμα
κι’ αρμενίζει στο πέλαγος…

Τέλος Αυγούστου

Τέλος  Αυγούστου



Ύστατες προσπάθειες παράτασης του Καλοκαιριού!

Καθηλωμένη κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι
Κάνω πως δεν τα βλέπω τα καράβια…
Ακίνητη, το επόμενο  προσμένω
Έρχεται γύρω στα μεσάνυχτα.
Πιάνει Αστυπάλαια κι’ Αμοργό.
Κι’ έχει ένα φεγγάρι τον Αύγουστο!
Ίσως το επόμενο, το γρήγορο
που πιάνει Πειραιά χαράματα…

Μα με προσπέρασε κι’ αυτό.

Κι’ οι  αποσκευές μου αζήτητες στην προκυμαία…

24 Αυγούστου 2007
Πώς να πατήσεις στην ορεινή χώρα;
Έτσι που έγινε απ’ την αλμύρα η ψυχή σου…
Και τα μάτια της
έτσι που άνοιξαν πελώρια
Πώς να τα κλείσεις πάλι…

Στην αδελφή μου

  Στην   αδελφή μου

Άγρυπνα  στέκια  της  παροικίας
Βουβά  υποκατάστατα
Γεύση  πατρίδας  αλμυρή…
Athens  café, Ammos, Akropolis…
Μοναξιά  στοιχειωμένη  στους  δρόμους  της  Αstoria…
Ψηλαφώ  του χωρισμού  μας  την  έρημο
Και  σε  βρίσκω  εκεί, καθηλωμένη
Σαν  σε  φωτογραφία  ασπρόμαυρη.
Εκεί, στην  ουρά  για  το τραίνο.
Εν  μέσω  άφιλων  φυλών…
Με την  ίδια  νοσταλγία  στο βλέμμα
Με την  ίδια  θλίψη  να  στάζει
απ’ τον  πληγωμένο  ουρανό  του  Mανχάταν.
Πώς  να  στεριώσεις  σε  δυό  πατρίδες
Ποια  να’ναι  τάχα  η  δική  σου  η  γη;

Ο  ιδρώτας  μουσκεύει  τα  σεντόνια  τις  νύχτες
και  τ’  όνειρο  φεύγει  σαν  πλοίο  στα  βαθιά
καθώς  αργεί  να  στηθεί
το πολυπόθητο  σπιτάκι  με τον κήπο
Και  μένει  η πύλη  χρόνια  σφαλισμένη
που  βγάζει  στον  παράδεισο.
Τόσα χρόνια  μακριά, μια  ζωή…

Πόσα δάκρυα σιωπηλά 
Και πόσα χείλη ξερά απ’ τη δίψα
για  μητρική  ή  αδελφική  αγκαλιά!
Κι’ εσύ επιμένεις απελπισμένα
να   τα  χρεώνεις  όλα  στον  Κολόμβο
Λες   κι’  είν’  η  εξορία  σου
δική  του  ανακάλυψη…

Πρόσεχε

                                    Πρόσεχε

Κάτω απ’ το στρώμα μας η  ανάσα της θάλασσας.
Πρόσεχε
όταν τινάζεις τα σεντόνια στον ήλιο.
Την άλλη φορά
που σήκωσες απρόσεχτα τα μαξιλάρια
θυμάσαι  που η  νύχτα μου γέμισε εφιάλτες;
κι’ οι γλάροι που ξεψάριζαν
τα δίχτυα του Βαγγέλη
φτερούγιζαν για τη Χρυσομηλιά;

Είσαι αδέξιος κάπου- κάπου σαν παιδί
και με φοβίζεις.
Τα ξημερώματα
που δρασκελάς τα σύννεφα
για να μου φέρεις την ανατολή
ντύσου λιγάκι πιο ζεστά.
Φυλάξου
έτσι που τρέχεις, μην πληγωθούν τα πόδια σου
στις κορυφογραμμές…
Και
Πρόσεχε, μη μου ρίχνεις τόσο απότομα
το φως στα μάτια.
Αφού ξέρεις
πόσο μ’ αρέσει ο πρωινός ύπνος…

Προσμονή

                                             Προσμονή

Κι’  άλλο καράβι πέρασε.
Πάλι δεν ήρθες..
Μέρες ατέλειωτες στην προκυμαία
Μετρώντας λευκά πανιά.

Ξέρω πως θα’ρθεις.
Κι’ έχω την έγνοια
-μην τύχει κι’ έρθεις άξαφνα-
Να ετοιμαστώ..
Να σκαλίσω  την πέτρα με τ’ όνομά σου
Εκείνη πού φερα απ’ τ’ ακρωτήρι
Μαζί με τα κοχύλια
Και τον κόκκινο αστερία
Και τα ξυλαράκια που’ γλειψε το κύμα.
Να τα ταιριάσω όλα όμορφα, για Σένα
Δροσερά φρούτα στο τραπέζι
Εκείνο το λευκό λινό
Μια ψυχή διψασμένη
Κι’ ένα κορμί καυτό σαν τον Αύγουστο…

Παράπονο

                                                Παράπονο

Έκλαψα μέχρι το πρωί
Για το γιασεμί που βρήκα στο πάτωμα
Για τα γυαλιά που μάτωσαν τα χέρια μου
Και τη ματιά σου
Που πάγωσε το σύμπαν.

Σε κοίταζα να πατάς τα κρινάκια
Κι’ έκλαιγα
Δεν το θελες
Μα εκείνες οι μπότες οι βαριές
Δεν ήταν για τον κήπο.

Κι’ αν φύτευες τριαντάφυλλα
τα κρίνα τα δικά μου
ποτέ σου δεν τα πρόσεξες.

Δεν ξέραμε να μοιραστούμε τη ζωή!
Και τώρα που το μάθαμε
Έχουμε μεγαλώσει..

Φύλαξα τρυφερά λίγες παλιές φωτογραφίες
απ’ τη ζωή που αρνήθηκες

Ο Δρόμος

    Ο Δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ’ ατέλειωτα βράδια
Πώς  έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι

Εκείνα τα Χριστούγεννα ,θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι’ ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ’ τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο  χέρι μου
Σαν μού δωσε τα ρέστα
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
Και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω
Δυό μεθυσμένοι μακριά…
Καμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι’ ο  αντίλαλός  του  μέσα μου.
Έβρεχε
Κι’ η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ’ το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς ,ίσως να τα ζηλεύαμε.

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ’ στο βουβό μου κλάμμα…

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.

Μάνα

  Μάνα

Το διάνεμά σου μεσ' στο σπίτι
Σαν να μην έχεις φύγει από καιρό.
Κάπου-κάπου θαρρώ πως τις νύχτες
Κάποιος ποτίζει το βασιλικό
Και σα δροσίσει τα χαράματα
Κλείνει απαλά το τζάμι.
Νά  ρχεσαι
Να με ξυπνάς
Και να μου σκεπάζεις την πλάτη
Όπως τότε.
Να μου διαβάζεις στη γωνιά μας
απ' το παλιό αναγνωστικό.
Έχει άλλη γλύκα ο Παπαδιαμάντης
απ' το στόμα σου, μάνα
Άλλο βάρος τα Συναξάρια.

Κεραμειδού

   Κεραμειδού

Θύμαινα  Φούρνων Ικαρίας
Το καϊκάκι για την Κεραμειδού
Γέφυρα να περάσεις στη γαλήνη
Τουριστικό σακίδιο η πραμάτεια μου
Βιβλία και λευκά χαρτιά
Και σταθερά
Στις μέρες και στις νύχτες μου
Ο άγγελός μου
Μ’ ένα χαμόγελο γιορτή
Κι’ όλου του κόσμου οι γωνιές
Μικροί παράδεισοι…

ΕΙΣΒΟΛΗ

                                    ΕΙΣΒΟΛΗ

Έτσι μπαίνει πάντα ο Σεπτέμβρης, ξαφνικά.
Ασύστολα εισβάλλει στα λευκά μας πουκάμισα.
Αναποδογυρίζει κάποτε
και τα μπλε τραπεζάκια των διακοπών μας…
Και τα μεγάλα μας απογεύματα τ’ αμέριμνα
κουρνιάζουν, μουσκεμένα άλμπουρα
σε κάτι αμφίβολα καταφύγια.

Χθες ένα κορίτσι γύρευε τα σανδάλια του
σ’ ένα λόφο από φύκια,
μέχρι που το πήρε η νύχτα.

Απ’ το παράθυρο καταγράφω με συνέπεια
τις απώλειες του καλοκαιριού.
Ένα βιβλίο λησμονημένο στην άμμο,
δύο κίτρινα καπέλα, ένα φιλί,
δυό υποσχέσεις, μια απόφαση,
ένα γαλαζοπράσινο φόρεμα, ένα βραχιολάκι ποδιού.

Το άλλο πρωί δένω τα μαλλιά μου στους κάβους
Και ψηλαφώ μια σπασμένη πυξίδα στο μέτωπο…

Θέλω να σου πω..



                                 Θέλω να σου πω..

Θέλω να σου πω
Για το χαμένο νόημα των λέξεων
Μα δε μ’ αφήνεις
Και δεν έχεις καταλάβει τίποτα
για τη συντέλεια που ζούμε.
Θέλω να σου πω
Για τις γεμάτες αίθουσες Τέχνης
τις  άδειες από αισθήματα
για τους δασκάλους των Πανεπιστημίων
που αγοράζουν και πουλάνε τα ιερά.
Για τους ιερείς του χρήματος
Τις ποιητικές βραδιές
Στα σαλόνια των νεόπλουτων.
Θέλω να σου δείξω
μια σκοτεινή λίμνη
που ανακάλυψα ζώντας εδώ
κι’ ένα ποτάμι παραπέρα
με αίμα αθώων τολμηρών…
Κι’ εσύ μου ανοίγεις την καρδιά σου
Σαν βιβλίο
Και βλέπω
πως  δεν θέλω
τίποτα πια άλλο στον κόσμο
παρά τον κόσμο που διεσώθη εντός σου
πριν την Πτώση.

Πάρε τα χέρια σου
απ’ τα μάτια μου.
Θέλω να τα δω όλα.
Ησύχασε.
Τι να φοβηθώ τώρα που έχω Εσένα…