Γράφει η φιλόλογος Βιβή Λάζου για την ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου " Έλλειψη χώρου",εκδ.Μελάνι
“Ποίηση και Θεός” , “Ποίηση και «ξένη»”, “Ποίηση και χρόνος”
“Ποίηση λόγος και Ποίηση σιγή”
“Η Ποίηση χρώμα»
θα μπορούσαν να είναι τίτλοι θεματικών ενοτήτων της παρουσίασης της «Ελλειψης χώρου» απόψε
Διαβάζω το ομότιτλο
Ελλείψει χώρου η Ποίηση της Νόνης Σταματέλου ανατείνει στο Άυλο, ανατάσσει τον υλικό χρόνο, ανακαλεί τη δική της ύλη:
Ανατείνει στο Θεό, στο άχρονο, το άκτιστο, με τη συνέργεια των αγνότερων κτισμάτων του:
τότε μένει ανερμήνευτη η διά της πτώσεως εξύψωση και πτήση, εκεί όπου ευρίσκεται η Ποίηση και ο Θεός ζητείται. Στις αίθουσες. Από τη νεότητα.
τότε ερμηνεύεται ως αμαρτία ενώπιον Θεού και αγίων η ατολμία ομολογίας των αμαρτημάτων, μόνη ευστοχία η μαρτυρία τους. Αυτή η μαρτυρία, δηλαδή η Ποίηση, διασώζει από την αληθινή βλασφημία και αγιάζει
τότε η ίδια ψάλλει το παιδί που τίκτεται σ’ αυτό τον ευτελή κόσμο, την υπομονή των Παθών και την ανυπομονησία της Ανάστασης
Ανατάσσει το χρόνο παριστάνοντας ανθρωπόμορφες τις υποδιαιρέσεις του:
τη νιότη που ενοικεί στους δρόμους του φθινοπώρου (οι δρόμοι την εχθρεύονται, τους δρόμους της διεκδικεί)
όλες τις εποχές της που συγκατοικούν στο πατρικό, στην εστία της πρώτης, με τις φροντίδες της τελευταίας, που τις συναιρεί
το παρόν φθινόπωρο
το έαρ που εφορμά στο χειμώνα μιας ζωής, η ψυχή του οποίου είναι αιχμάλωτη του Αυγούστου
Ανακαλεί τους κτιστούς της χρόνους και χώρους
όταν αποζητά τον πατρικό ίσκιο και τη σκιά της μάνας (σχεδόν σε αναγκάζει να αναζητήσεις την παρουσία της μάνας, καθώς αφιερώνει τη συλλογή στους γονείς, περιλαμβάνει σ’ αυτή ένα ποίημα με τίτλο «στον πατέρα μου», ενώ στη μάνα επιφυλάσσει την πιο μυστική επιφάνεια)
όταν γίνεται studium exsulatus, σπουδή εξορίας, τα πονήματά της σιωπή, και λόγος η μόνη αληθινή πατρίδα, η παιδική ηλικία (η παιδικότητα μοιάζει υλική οντότητα εδώ)
όταν γίνεται εγερτήριος εφηβισμός, άλικο άνθος. Τι άλλο; Παρά τις ματαιώσεις, δε θάλλει πια επί ματαίω (ένα κόκκινο φόρεμα δεν αγοράστηκε ποτέ από το κορίτσι, από φόβο για το αίμα, την επανάσταση και τη διάκριση, στο συχνό όμως εφιάλτη της γυναίκας η φοιτήτρια φορά κοκκινισμένο από το αίμα μιας εξέγερσης φουστάνι)
όταν φαίνεται πραγματιστική
και ανασύρει – θετή κληρονόμος η ίδια- ως ανεκτίμητο ό,τι δεν εξετίμησαν οι φυσικοί κληρονόμοι
ή αναγνωρίζει στα απλά αντικείμενα τα απλοϊκά μέσα διάνοιξης της μυστικής ή εκφοβιστικής οδού προς τη σιωπή
όταν αποκαλύπτεται μεταφυσική
και απευθύνεται στις διψασμένες ψυχές που αφήνουν ημιτελές το ποίημα
ή αποτείνεται στις σπάνιες αινιγματικές μορφές που λαμβάνει το Ωραίο για να δεχθεί τη σπάνια Ποίηση ως αντίδωρο δακρύων
ή λυτρώνει από την απώλεια του προσώπου διασώζοντας το χαμόγελό του
ή προμηνύει την απώλεια
όταν προτείνεται γνωσιολογική
κι αναλαμβάνει τη διάσωση των εξωφρενικών δοξασιών των πολλών για τους ολίγους και την προσφορά τους στους εκλεκτούς της για να διατηρήσουν εκείνοι σώας τας φρένας,
τη σαββατιάτικη γενική καθαριότητα των ψευδαισθήσεων
ή τη σύνδεση των ειδικών εμπειριών των ταξιδιών με τη γενική πείρα της ελευθερίας ως αθανασίας και ως μοναξιάς.
Διαβάζω το ποίημα «Υποψία»
Ελλείψει χώρου η Ποιητική της Νόνης συσφίγγεται και το σώμα αυτό του έργου της περιορίζει τον όγκο του, αυξάνει όμως τη μάζα του.
Δε διστάζει να συστείλει σε απροσδόκητες συνεκδοχές και μετωνυμίες τις εκφραστικές της μονάδες ώστε να τους δώσει τη σφοδρότητα του ακαριαίου στην πρώτη (αναγνωστική) εντύπωση, αλλά και ελευθερία προοπτικών στις (μνημονικές) αποτυπώσεις τους,
να τις συμφύρει σε παράδοξες ενότητες ώστε να τους δώσει τη δραστικότητα της γνήσιας Ποίησης, που διεγείρει με μια εικόνα όλες τις αισθήσεις
να αξιοποιήσει τη στιχουργική που κρίνει κάθε φορά αρμόζουσα, ακόμα και τη λεπτουργία της παραδοσιακής φόρμας, όταν χρειάζεται να μοιάσει αφελής, καθώς σ’ αυτή, την αυθεντική Τέχνη, η «μορφή είναι κατασταλαγμένο περιεχόμενο».
Τολμά να περιστείλει τα ασφαλώς κυρίαρχα εικαστικά της μέρη σε κάδρα οικεία ιμπρεσιονιστικά βέβαια, τόσο όμως λιτά, μινιμαλιστικά, ώστε να σου αρκούν ένα κορίτσι που βηματίζει, ένα παράθυρο, λίγα φύλλα, μερικοί άγγελοι, κόκκινο χρώμα και χρυσή σκόνη, για να τα σχεδιάσεις στα περιθώρια κι αν μάλιστα τα ξεφυλλίσεις γρήγορα, να σχηματίσεις το δικό σου φενακιστοσκόπιο. Παιδικό, δηλαδή αγνό. Όχι αθώο.
Δε διστάζει να χτυπά τις πόρτες του διαδρόμου. Αυτή την παρομοίωση χρησιμοποιούσε η Μαρίνα Τσβετάγεβα για την αναζήτηση της ορθής λέξης στο ποίημα: όπως χτυπά κανείς τις κλειστές πόρτες κατά μήκος ενός ατέλειωτου διαδρόμου, έτσι αναζητά ο ποιητής τη σωστή λέξη. Μόνο μία θ’ ανοίξει. Αυτή τη μία αναζητά και βρίσκει η Νόνη για τη φωνή της.
Όσοι κατακτήθηκαν από το δικό της ξεχωριστό μέταλλο, θα το βρουν και στην «Έλλειψη χώρου», μόνο που θα συναντήσουν τα ρινίσματά του (όπως θα έλεγε ο Κοροπούλης) σε καινούργια – νομίζω- διάταξη λόγω του νέου ενεργειακού πεδίου που διαμόρφωσε η έλλειψη χώρου.
Μα ποιος είναι ο χώρος που της λείπει; Γιατί λείπει χώρος; Υποψιάζεστε – ελπίζω – ήδη. Σ’ αυτό το φαιό κόσμο τοις ποιηταίς ουκ έστι τόπος. Το ξέρουν πια. Άλλοι με πίκρα, όπως ο Χαίλντερλιν, άλλοι με θυμό, όπως ο Καρούζος, άλλοι με ηδύτητα, όπως η Νόνη, το φωνάζουν: «περιττεύουμε, κύριοι». Ας ξέρουν όμως ότι είναι περιττοί, με την έννοια που συναντάμε στον Αριστοτέλη: υπέροχοι, έξοχοι.
----------------------------------------
Γράφει η φιλόλογος Βούλα Σκαμνέλου
Βούλα Σκαμνέλου: Είναι χαρά να διαπιστώνεις πως η νέα ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου, «Έλλειψη χώρου», από τις εκδόσεις Μελάνι, Νοέμβρης 2015, μπορεί να σε πάει και να σε φέρει «ΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ» (τίτλος ποιήματος του Νάνου Βαλαωρίτη).
Μπορεί να σε πάει και να σε φέρει, κουνώντας σε όχι αποκλειστικά μόνο στη «Μετέωρη στο χρόνο» κούνια της «απ’ την ψηλή κορομηλιά», αλλά σε όλα τα άλλα μέρη. Σ’ αυτά που περιλαμβάνουν τα τοπία της ποίησης και της λογοτεχνίας, καθώς επιτελούν τις γνωστές «λειτουργίες» τους. «Λειτουργίες» που αναλύονται αενάως από τους κριτικούς, «νιώθονται» ανεξάντλητα από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, αλλά προπαντός υπονοούν ένα ωραίο και αναγκαίο «φευγιό».
Στις λειτουργίες της ποίησης ας συνυπολογισθεί με όλες τις επιφυλάξεις και αυτή, όπως τη θέτει ο Αntonio Tabucchi: «να κρυφοκοιτάζει τη ζωή που πρέπει να ζήσουμε». Ο χαρακτηριστικός στην επικαιρότητά του τίτλος της τρίτης ποιητικής της συλλογής: Έλλειψη χώρου, μπορεί δηλαδή να σε προσανατολίσει στην ουτοπία μιας άλλης χωρικής αναζήτησης διεξόδων. Έτσι τουλάχιστον ενδέχεται οι πόρτες να ανοίξουν επιτέλους, «η επίμονη μνήμη» να παρουσιάσει «ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά», η κραυγή: «δεν έχω τόπο και δε χωράω πουθενά» να σιγάσει, ενώ «μια υποψία Άνοιξης» δε θα αφορά μόνο «στην εσάρπα». «Τα υπόλοιπα μαύρα» της ποίησής της σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα της εποχής συνδέονται και με το ότι «στους ναούς της πατρίδας» της «φωλιάζουν λύκοι», ενώ «οι ποιητές κρεμάστηκαν στις πλατείες…».
Η «αλαφροϊσκιωτη ματιά» της θα μας κάνει λοιπόν να νοσταλγήσουμε την απλότητα της ποίησης, να νιώσουμε τη δική μας έλλειψη χώρου, να ελπίσουμε, να ταυτιστούμε κάπως και να μελαγχολήσουμε «ασυστόλως», απολαμβάνοντας μαζί της κι εμείς αυτό το είδος της δικής της ποιητικής παιδικότητας, σαν «σκολαρούδια με χτυποκάρδι στη φωνή». Έτσι μόνο και με όλα αυτά θα «καταλαγιάσουν τα ζούζουλα και θα καταπραΰνουν τα μούμουλα» (μέρες που είναι), το ασφυκτικό πλαίσιο της α-τοπίας της, αφού ακόμα και η αγκαλιά «του» είναι «αχώρητη», ώστε να βρεθεί χώρος πλήρους ελευθερίας.
Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να είναι τα ποιήματα εκτός από «σωριάσματα», «επί πτερύγων ανέμων» «ευτυχώς» και μιλήματα μουσικά για τη θλίψη των ανθρώπων που «κουρνιάζει στα λίγα δένδρα»; Και στην τρίτη της ποιητική συλλογή η Σταματέλου κρατάει τα γνωστά μοτίβα της ποιητικής της, έτσι όπως υφάνθηκαν στην πρώτη ποιητική της συλλογή «Παιχνίδι Αιχμηρό», και με κάποιες τροποποιήσεις και μεταλλάξεις: το μοτίβο του έρωτα και του θανάτου, το μοτίβο του πόνου και της μελαγχολίας, το μοτίβο των αγγέλων και του θεού, καθώς και το μοτίβο της προσδοκίας. Αγαπημένα μου ποιήματα: Γενέθλια, Πέρα, Τα σύνορα, Παιδικό (συγκρατεί κάτι από την Αυγούλα του Ρώτα), Μετέωρη στο χρόνο, Το γέλιο σου και Στον πατέρα μου.(Τι έγινε αλήθεια το κοπαδάκι του και πώς τοποθετείται τώρα μετά το θάνατό του απέναντι στα δελτία καιρού;)
-------------------------------
Γράφει η φιλόλογος Λιλή Μαρδάκη
Η φιλόλογος Λιλή Μαρδάκη γράφει για την ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ της Νόνης Σταματέλου
«ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ» είναι ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Νόνης Σταματέλου, με την οποία μας ξεναγεί στον κόσμο της για άλλη μια φορά.
Στους στίχους των ποιημάτων της συλλογής αυτής και με την αισθαντικότητα που χαρακτηρίζει την ποιήτρια γίνεται αναφορά σε τόπους, εποχές, ανθρώπους, εμπειρίες, συναισθήματα, καταστάσεις και γεγονότα, που αποτέλεσαν κάθε φορά το έναυσμα της ποιητικής έκφρασης.
Πιο συγκεκριμένα, το πατρικό σπίτι(«όλες μαζί στο πατρικό μου σπίτι...»), η φύση και ιδιαίτερα της Λευκάδας(«ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά/ο μαΐστρος ο γλυκός/πάνω από τα πεύκα της Λευκάδας...»), η θάλασσα με τα κοχύλια, τα βότσαλα και τους γλάρους(«Φούσκωσε η θάλασσα, τρύπωσε στο πάπλωμα, ... Έτσι όπως φυσούσε γλυκά από τη θάλασσα...»), η παιδική ηλικία αλλά και όλες οι φάσεις της ενήλικης ζωής που είναι πολύτιμες, αλλά που, όμως («κλέβουν το κλειδί της ξενοιασιάς», καθώς «...με δυσκολία συμφιλιώνονται», «η σιωπή των ηλικιωμένων γυναικών/που κλείνουν πριν πέσει ο ήλιος την αυλόπορτα – τις θυμάμαι από παιδί να απλώνουν τα προικιά στα βράχια/στο Μαντράκι/τα καλοκαίρια»), η σχολική αίθουσα με τους μαθητές, όπου όλα τα όμορφα και τα αληθινά ταυτίζονται με το Θεό αλλά και με το Θείο όπως το βιώνει η ίδια(«Το χειμώνα στην αίθουσα/με τα χνωτισμένα τζάμια...οι άγγελοι, ο πίνακας, τα βιβλία, τα ολάνοιχτα μάτια, κι εγώ καιόμενη...», «Όλα τα όμορφα είναι ο Θεός, όλα τα αληθινά!»), η απώλεια αγαπημένων προσώπων και ιδιαίτερα των γονιών(«Έτσι όπως φυσούσε γλυκά από τη θάλασσα/με πήρε ο ύπνος πάνω σε ένα μισοτελειωμένο ποιήμα/...κερνούσε η μάνα κρύο νερό και σπιτικό γλυκό κυδώνι...», «Είν’ ο πατέρας, λένε τα πουλιά/καβάλα σ ‘ ένα σύννεφο. Είν’ ο πατέρας, λέω κι εγώ. Γυρίζει απ΄τα χωράφια μας...Κι η σούπα αχνίζει/Μα δεν έρχεσαι...»), η ανάγκη όλων των ανθρώπων για μια «ζεστή αγκαλιά» αλλά και για «γεύση έγνοιας», χωρίς την οποία είναι «μισή με την ελευθερία τους», όλα αυτά τα απλά μα και τόσο ανθρώπινα προκαλούν τον αναγνώστη να κάνει τους δικούς του συνειρμούς.
Σ’ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς με πόση επιδεξιότητα αναδεικνύει η Ν.Σ. αξίες («Είχε σπουδαία υπάρχοντα το σπίτι.../Κι έμειναν όλα, χρόνια μες στη σκόνη.../Μέχρι να ‘ρθουν και να τα βγάλουν στο σφυρί/ανυποψίαστοι εκτιμητές,/οι κληρονόμοι...», «έχω περάσει στα κλειδιά μου/ένα τουριστικό μπρελοκάκι από τη Σίκινο/μερικές φορές αυτά τα ευτελή πράγματα/ανοίγουν αλλιώς τις πόρτες...»), προβληματισμούς σχετικούς με τη σημερινή πραγματικότητα, καθώς και το ηθικό χρέος του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος αλλά και το ρόλο και την τύχη των ποιητών(«έχει διαδήλωση στο κέντρο./σε μηδενικό χρόνο καθρέφτη/κοιτώ στα μάτια την ευθύνη μου και βγαίνω...Μ’ένα πλακάτ κιτρινισμένο τρέχω/Στους ναούς της πατρίδας μου φωλιάζουν λύκοι. Οι ποιητές κρεμάστηκαν στις πλατείες...», «Σάββατο πρωί/κι η βόλτα στην πόλη/ψευδαίσθηση ξεκούρασης/...κι η πωλήτρια μαραζώνει στο μεροκάματο της ντροπής/με το μεταπτυχιακό της στα αζήτητα...Και τα παιδιά/γράφουν συνθήματα για την παιδεία που σκοτώνει»), τη μοναξιά στις μεγαλουπόλεις(«τόσο μοναδικός, τόσο κοινωνικός, τόσο ταξιδευτής/μα τόσο μόνος...»),τις κοινωνικές συμβάσεις και τις επιπτώσεις τους στο χαρακτήρα και την ψυχολογία των ανθρώπων(«Σε μια ρωγμή της θλίψης/πρόβαλλε φέτος τον Απρίλη η πρώτη παπαρούνα.../Τρέμει σαν φλόγα και σαν υπόσχεση./Κι η εφηβική μου διάθεση/σαν μοναξιά και σαν έρωτας/μου θυμίζει/εκείνο το κατακόκκινο φόρεμα/που ποτέ δεν αγόρασα./Γιατί όταν ήμουν παιδί/φοβόμουν το αίμα και την επανάσταση./ Κι απ’ όταν άρχισα να μεγαλώνω/έψαχνα πάντα κάτι πιο διακριτικό...»).
Η ποίηση, όπως όλες οι τέχνες, φέρει τη σφραγίδα του δημιουργού της. Στην προκειμένη περίπτωση είναι εμφανής η σφραγίδα της Νόνης Σταματέλου, γνώριμης και από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές της. Με το ανεπιτήδευτο ύφος, γλαφυρό και ταυτόχρονα λιτό και το πηγαίο συναίσθημα, με τη μελαγχολία και τη χαρά να συνυπάρχουν ή να εναλλάσσονται(«το χειμωνιάτικο παράθυρο στο γραφείο μου/σαν μεγάλο μελαγχολικό μάτι/ανοιγμένο στη λίμνη./Και μια επίμονη μνήμη/ Ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά/ο μαΐστρος ο γλυκός/πάνω απ’ τα πεύκα της Λευκάδας...») μας παρακινεί σε ταξίδια του νου και της ψυχής, να ξαναζήσουμε την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων για να μη χάσουμε το δρόμο «στων καιρών την άβυσσο». Προορίζει την ποίηση για τους ωραίους ανθρώπους(«Σκουπίζοντας τα νερά του φθινοπώρου./καμιά φορά/πέφτω πάνω στα δάκρυα των ωραίων ανθρώπων.../...κατεβάζω απ’ το ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης/ένα χοντρό βιβλίο με ποιήματα») και επενδύει συναισθηματικά σε «ευτελή πράγματα», μικρά ενθυμήματα, που την εμπνέουν, γεγονός που αποκαλύπτει τα αξιολογικά της κριτήρια, αλλά και είναι δείγμα της εφηβικής της διάθεσης και παιδικότητας(«χαιρετισμοί στην Αγιαναστασιά!/θυμάμαι που ψελλίζαμε ανύποπτα το «χαίρε»/Ενώ στο αίμα μας κυλούσε άγνωστο ρίγος./Κι ανάμεσα στις φλόγες των κεριών/Οι εφηβικοί μας έρωτες...», «Τα ξανάβρα τα παιχνίδια/που σου άρεσαν παιδί/τ’αλογάκι και το μήλο.»)
Η ποίηση είναι λυτρωτική για όλους, ακόμη κι αν δεν είναι δημιουργοί της αλλά μόνο οι αποδέκτες. Είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος αποφόρτισης από όσα δεν έχουν ειπωθεί στον καιρό τους και «γίνανε φίδια να σε πνίξουν./κι έχεις μια ευκαιρία να γλιτώσεις, μόνο την ποίηση», «Κι αρχίζω την κουβέντα που δεν κάναμε. Αφού σε είχα, δεν χρειάζονταν τα λόγια...». Στίχοι της Ν.Σ. που εκφράζουν τον καθένα μας.
Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, αν δε γινόταν αναφορά στην εικονοπλασία στην ποίηση της Ν.Σ. Είναι γνωστό ότι μια σειρά από πίνακες έχουν φιλοτεχνηθεί από την Σοφία..., που τους έχει εμπνευστεί από την προηγούμενη ποιητική συλλογή της ποιήτριας «Σε πύρινη τροχιά». Στην επιτυχημένη αποτύπωση των εικόνων συνετέλεσε και η εύστοχη περιγραφή και χρήση τους στον ποιητικό λόγο, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού στη λογοτεχνία γενικά και στην ποίηση ιδιαίτερα, οι εικόνες είναι απαραίτητες. «Ποίημα χωρίς εικόνες είναι σώμα χωρίς ψυχή» έχει ειπωθεί από κριτικό της τέχνης. Γιατί μ΄αυτό τον τρόπο οι ιδέες, οι σκέψεις, τα βιώματα αισθητοποιούνται, καθώς αποτυπώνονται με χρώμα, δύναμη και παλμό και προκαλούν εντονότερη εντύπωση, κάτι που επιτυγχάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό η Ν.Σ. Χωρίς τις εικόνες οι αναγνώστες θα δυσκολεύονταν να προσεγγίσουν τα ποιητικά κυρίως κείμενα και έτσι θα έχαναν το ενδιαφέρον τους.
Κάθε δημιουργός, όμως, στοχεύει, μέσα από την τέχνη του, σε αποδέκτες πρόθυμους και ικανούς να ακούσουν όσα κάθε φορά θέλει να εκφράσει και να μοιραστεί μαζί τους. Στην περίπτωσή της, η Ν.Σ. έχει πολλά να πει με τους στίχους της και επίσης έχει κοινό πρόθυμο να ακούσει. Τόσα πολλά, όσα έζησε και όσα ονειρεύεται ακόμα να ζήσει αλλά και όσα προσλαμβάνει από τον κόσμο γύρω της, γιατί είναι πνεύμα ανήσυχο κι ευσαίσθητο και αντιδρά στα ερεθίσματα του καιρού της, δεν εφησυχάζει, ενώ ταυτόχρονα αναπολεί και τροφοδοτεί την έμπνευσή της ανατρέχοντας στο παρελθόν(«Κι η κούνια απ’ την ψηλή κορομηλιά/μετέωρη στο χρόνο/με πάει – με φέρνει/με πάει – με φέρνει»). Εν τούτοις, δεν έχει χώρο να τα χωρέσει όλα αυτά. Κι αυτό το δηλώνει με τη συχνή μεταφορική χρήση του ρήματος «χωρώ» αλλά και με την αίσθηση ασφυξίας που αποπνέει το σύνολο της ποιητικής της συλλογής.
Ερμηνείες για την «ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΩΡΟΥ» υπάρχουν κάποιες προφανείς και αντικειμενικές. Ωστόσο, εναπόκειται στον κάθε αποδέκτη να δώσει τη δική του και ίσως, εμβαθύνοντας, συνειδητοποιήσει ότι έχει και ο ίδιος έλλειψη χώρου. Γιατί η ποίηση επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και μας...χωράει όλους μέσα της.