ΝΟΕΜΒΡΗΣ

                                ΝΟΕΜΒΡΗΣ
                                        
                  Νοέμβρης μήνας                                        
                  κι’ η ερημιά τ’ άϊ Νικήτα βάλσαμο.
                  Μια βάρκα απέμεινε
                  που νοσταλγεί το καλοκαίρι
                  και το καφενεδάκι στη στροφή
                  που βγάζει ακόμα τραπεζάκια στην άμμο.
                  Έφυγαν όλοι για την πόλη.
                  Ένας εργάτης επισκευάζει τον μαντρότοιχο.
                  Ανεβαίνει μέχρι τις αυλές η θάλασσα το χειμώνα, λέει,
                  αγριεύει…
                  Μια σκεβρωμένη πολυθρόνα στο μπαλκόνι
                  και νοτισμένα χειρόγραφα στον αέρα
                  σαν ανερμήνευτοι χρησμοί.
                  Ποιος ξέρει
                  ο πουνέντες και φέτος τι δάκρυα θα φέρει…

ΜΑΤΑΙΟΣ ΠΟΝΟΣ

  ΜΑΤΑΙΟΣ  ΠΟΝΟΣ     

   Τι μάταιος κόπος!
Από παιδί παλεύω να υποτάξω τη θάλασσα μέσα μου.
Τι περιττή προσπάθεια…
Μια ολόκληρη ζωή να επισκευάζω τα φράγματα
Να υψώνω αναχώματα…
Για να μην πλημμυρίσει το χώρο μου
μην πνίξει τους φίλους μου
και να μην έρθουνε δεινά…

Τι μάταιος πόνος και τι δάκρυα περιττά!
καθώς εκείνη με ορμή παρασέρνει
της λογικής μου τις άμυνες.

Και μένω να βλέπω τους δρόμους ν’ αδειάζουν
Νερά, ποτάμια κατεβαίνουν
Σπάνε τις πόρτες, μπαίνουν στα συρτάρια μου
Το μυαλό μες τον  ύπνο μου μάχεται
κι’ η ψυχή μου αγρυπνά και φοβάται την αυγή.


Ανοίγω τα παράθυρα και τραγουδάω
καθώς αποτραβιούνται τα νερά
Κι’ αγναντεύω στης ζωής μου τον καθρέφτη
πέρα μακριά…
Ήρεμα χαιρετίζω
τα πεύκα που λυγίζουν στο Σούνιο
και στο Λευκάτα του ανέμου τα δάκτυλα
που αγγίζουν τη λύρα της Σαπφούς…

ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΑ


                               ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΑ

             Να σύρω τη θάλασσα
          Να την τραβήξω μέχρι εκεί.
          όπου θρονιάστηκε κιόλας ο χειμώνας…

          Δυο ώρες δρόμος.
          Τόσο απέχει το λευκό απ’ το γκρίζο.
           Πόσο να διαλαλήσω πια
           πως ανασαίνοντας την αλμύρα απ’ τα φύκια
           νυχτώνει πιο γλυκά…
           Πως αν στις ράχες των βουνών
           δεν παίζουν το κρυφτό οι γλάροι
           οι μέρες είναι άχαρες;
           
           Με φοβίζουν κάτι μαύρα πουλιά
           που κράζουν στο παράθυρο,
           λερώνουν τη βροχή με τα νύχια τους
           σκίζουν όταν φυσάει και τις κουρτίνες…

           Η ηχώ της φωνής μου σέρνεται στη χαράδρα.
           Συλλαβίζω ένα τραγούδι παιδικό
           κι’ ετοιμάζω ένα στόλο από καράβια χάρτινα.
           Τρέχω στο μώλο και τα ρίχνω μέσα .
           Καλοτάξιδα…

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

  Η  ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ


Τίποτα δε θυμάμαι απ’ τα διάσημα καφέ.
Κι’ ο μύθος της Μονμάρτης
θα μου είναι πάντα αδιάφορος.
Θυμάμαι τ’ απέραντα χωράφια  
τα γεμάτα ηλιοτρόπια
και το άγαλμα μιας κόρης με φτερά
πάνω σε αρχαίο πλοίο.    

Κάθε μου ταξίδι τον ίδιο προορισμό
Και κάθε χώρα μακρινή
ο ίδιος πόθος ο ανεκπλήρωτος.

Υπάρχουν κάτι ιστορίες μακρινές
που υπονομεύουν τον ύπνο μου…

ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ


                                 ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ
              Με το μολύβι μου ρομφαία
  
              ξορκίζω τα προσωπεία της μέρας
   
              που η νύχτα κουβαλάει
                
              στην κάμαρή μου.
              Βαριά η πληρωμή
              σαν αναμετρηθείς με τη δειλία
              Κι’ αυτοί που θέλουν «μπράβο» να σου πουν
              δειλά σ’ το λένε.
              Δυό- τρεις μονάχα ξεχωρίζουν
              μεσ’ το πλήθος
              που πλησιάζοντας με βήμα σταθερό
              τα χέρια σου γυρεύουν να φιλήσουν
              που κρέμασαν στο τοπίο τον ορίζοντα.
               Οι άλλοι φεύγουν όλοι σκυθρωποί
               καγχάζοντας και βρίζοντας
               πιο σκυθρωποί απ’ ότι ήταν πρώτα
               και συμφιλιωμένοι όπως- όπως
               με της σκλαβιάς τους τ’ αγαθά…

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

                                ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Τα βυζαντινά  εκκλησάκια της Πλάκας 
ανασαίνουν θυμίαμα.
Τα δρομάκια ξαποσταίνουν
στο  Δεκαπενταύγουστο…

Μια κόρη άξαφνα ξεκολλάει τελετουργικά
απ’ το Ερέχθειο
Λουσμένη στο πρωινό φως
Βηματίζει…
Ανεβαίνει φεγγοβολώντας
στον Χριστό  του τρούλου!

Κάτι περιηγητές
απ’ τη φωτισμένη Ευρώπη 
αγναντεύοντας απ’ το λόφο της Πνύκας
με βιβλία ανοιχτά,
έκθαμβοι,
πασκίζουν να ερμηνεύσουν τα ανερμήνευτα…

ΔΑΚΡΥΑ ΚΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

  ΔΑΚΡΥΑ  ΚΙ  ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ


Οι αρχαίες πέτρες σταλάζουν δάκρυα
κι’ αινίγματα.
Ενώ οι εργάτες με βλέμμα άδειο
και σκυφτοί ανασαίνοντας
αναποδογυρίζουν σισύφεια
την κλεψύδρα του χρόνου.
Επιτροπές ειδικών και ειδικοί επιτροπών
ανέγγιχτοι απ’ την ανατριχίλα των χρησμών
αποφαίνονται για μια αμετάκλητη βεβήλωση.
Πιο πέρα κάποιος επικαλείται θλιβερά τον Πόντιο Πιλάτο.

Ποτέ τα μονοπάτια της Δωδώνης
δεν ήταν τόσο σιωπηλά
όσο τούτο το Φθινόπωρο…
Τα  βήματά μου
βυθίζονται στη λήθη των φύλλων.
Ο κρόκος και το κυκλάμινο
λιποθυμούν στη χούφτα μου.
Φεύγοντας  κόβω ένα χρυσοκόκκινο θάμνο,
τον μεταφέρω τελετουργικά στην πόλη,
Στολίζω το παλιό λαγήνι…
Και γεμίζει το σπίτι μου με φως γλυκό
έτσι όπως μοιάζουν τα χρώματα στο σούρουπο
σπαράγματα από βυζαντινή αγιογραφία…

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

Οι συνάδελφοι παρατήρησαν
πως έχω μαύρους κύκλους στα μάτια.
Που να μη διάλεγα και το λευκό απ’ τη ντουλάπα…

Ο τροχονόμος που με σταμάτησε στην ευθεία
μου σύστησε να μην οδηγώ κουρασμένη.
Το παιδί με τους καφέδες
με ρώτησε με έγνοια: «είστε καλά;»
Κι’ ένας μαθητής διαπίστωσε θαρρετά
«ξενυχτήσατε κυρία»…

Το μεσημέρι,
στον καθρέφτη της κάμαρής μου
απήγγειλα έναν μονόλογο…
Και το πάτωμα γέμισε δάκρυα.

«Σαν πεθαμένη είμαι» ψιθύρισα
κοντά, πολύ κοντά στο πρόσωπό μου
και σάλεψαν ανήσυχα  τα φύλλα στο μπαλκόνι.
«Σαν πεθαμένη είμαι»επανέλαβα
πανευτυχής που δεν ήμουν.

Ποιος θα με καταλάβει αλήθεια  αν του πω,
πως πάλευα όλη νύχτα μ’ ένα στίχο …      

ΑΠ’ ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

     ΑΠ’  ΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Πάρο, Νάξο, Άγιο Κήρυκο, Φούρνοι,
Καρλόβασι, Βαθύ…
Με το πρόσωπο κολλημένο στο φινιστρίνι
μετρώ τους φάρους με τη σειρά.
Στοιχειά στο πέλαγος
που ανεμοδέρνονται μες την αγρύπνια μου!
Αγέρωχοι και προσηνείς
αναβοσβήνουν την ελπίδα μου
δίνουνε λάμψη στ’ όνειρο
νόημα στον καημό.
Κατάπολα, Αιγιάλη…
Λιμάνια  μακρινά
που σας αγάπησα στα εννιά μου χρόνια
με το ραδιόφωνο στ’ ανήσυχο αυτί.
Όταν έκλεινα τα σχολικά μου βιβλία
κι’ ο σταθμός μετέδιδε
τα δρομολόγια πλοίων
και το δελτίο θυελλωδών ανέμων…
Πεδίο βολής  Ψαθούρα...
Έκλεινα τα μάτια
αποκαμωμένη απ’ το ταξίδι.
Τόσα μίλια…
Ιόνιο-Αιγαίο και πάλι Ιόνιο
και με το φόβο του παιδιού μη λειώσουν τα φτερά του.

Νησιά μου μακρινά κι’ αγαπημένα
Ήχος και χρώμα γίνατε στην ποίησή μου
και μες στο σχήμα το δικό σας κατοικώ…

ΑΓΩΝΙΑ

      ΑΓΩΝΙΑ                                                           

Κλείνω με φόβο τα μάτια στα λασπόνερα.
Ξυπνώ μεσάνυχτα και βάφω γαλάζιους τους τοίχους.
Σχεδιάζω λευκά καράβια, ήλιους κι’ αστερίες.
Παλεύω με πόνο να κρατήσω τη θάλασσα μέσα μου.

Κραυγές λύκων και σκιές βρικολάκων
Ταράζουν τον ύπνο μου.

Μη μου στερείτε τη θάλασσα…
Τη θάλασσα, τη θάλασσα
Το φως και το τραγούδι.

Έτσι απλά

                              Έτσι απλά

Το τρίξιμο της πόρτας στο παλιό ξωκλήσι τ’ Αγιαννιού
Κι’ ανάμεσα στα πεύκα η θάλασσα…

Έτσι απλά μας χαρίζεται ο Θεός.
Σε μιαν ερημιά
Σ’ ένα λουλούδι έκπληξη
στην ξεχασμένη γλάστρα της αυλής.
Ή στους δρόμους της άγρυπνης πόλης.
Σ’ ένα βλέμμα στο τραίνο
Ή σε μιαν αγκαλιά αποχωρισμού.
Σ’ ένα δάκρυ αντάμωσης στα σκαλοπάτια
τη Νύχτα της Ανάστασης.
Έτσι απλά μας δίνεται η ζωή.
Έτσι  απλά μας φεύγει…

Έτσι απλά κι’ εγώ σ’ αγαπώ.
Μα για να φτάσω ως εδώ
δεν ήταν καθόλου απλό…

Άλλη εκδοχή της θάλασσας

Άλλη εκδοχή της θάλασσας


Μοιάζει δραπέτης από ξένη πολιτεία, μακρινή
κατηφορίζοντας το χωματένιο δρόμο
τα βροχερά απογεύματα…
Σκυφτός
και μ’ ένοχη βιασύνη
(ή με λαχτάρα παιδική).
Λες κι’ ειν’ η θάλασσα φυγή
για κάτι αγελαίους τουρίστες
ή  μονοπώλιο του Καλοκαιριού…
Λες και δε βρίσκει ο άνθρωπος
άλλη εκδοχή της θάλασσας…
Ξυπόλυτος και μόνος, σαν το Μωυσή
Βαδίζει φέγγοντας
Ενώ στους καφενέδες μυρίζει τσάι και ξυλόσομπα.
Κι’ η άμμος απάτητη.
Κι’ η θάλασσα σιωπηλή…
Ποια εκδοχή απ’ όλες να κρατήσουμε
για μια φιγούρα απόμακρη στην παραλία
τα βροχερά απογεύματα
έτσι που εξορίσαμε τους ποιητές;

Ώσπου κατάλαβα

Ώσπου  κατάλαβα

Το πρώτο μου τετράδιο
κιτρινισμένο στην κασέλα.
Οι χάρτες των πρώιμων ταξιδιών μου.
Όταν όλοι αναπαύονταν
Φορούσα τα φτερά μου
κι' έκανα το γύρο του κόσμου δυό φορές.
Τώρα επιστρέφω τα Σαββατόβραδα
και ιχνηλατώ τους κήπους της αθωότητας.
Τα λευκά κοφτά κουρτινάκια
τα  μπλε παραθυρόφυλλα
το βαρύ κλειδί παροπλισμένο στον τοίχο.
Τα παλιά κοφίνια του τρύγου
γεμάτα πια από θάμνους της θάλασσας.
Κι' ο βασιλικός
πάλι, αρχές καλοκαιριού
στην ίδια θέση.
Έτσι, νοσταλγικά πολλές φορές
Με παίρνει ο ύπνος μακριά
Κι' είναι τα όνειρά μου τόσο δυνατά
που ξυπνάνε τις φωτογραφίες στο τζάκι
και με κοιτάζουν απ' τα παιδικά μου χρόνια
μορφές ηρώων και αγίων συγγενών.
Όλα κινούνται στη δική τους μουσική
Κι' ενώ έχω κλείσει το ραδιόφωνο νωρίς,
το κινητό, την τηλεόραση
κάποιος χτυπάει ρυθμικά την πόρτα στο δωμάτιο
και το πατζούρι και το τζάμι
και τα σκαλοπάτια στην είσοδο.
Ρυθμικά και βασανιστικά.
Το κεφάλι και το σώμα μου πονάνε.
Με το πρόσωπο αντικρύ
στο ραγισμένο καθρέφτη απ' την παλιά «καλημέρα»
προσπαθούσα Κυριακή ξημερώματα
να σταματήσω το ρυθμό
και να νικήσω τον ανίκητο πόνο.
Ώσπου κατάλαβα
πως δεν ήταν τίποτ' άλλο
παρά μόνο η ψυχή μου
που κάπου-κάπου τις νύχτες μ' εκδικείται
για τα όσα από φόβο της στέρησα.

Όταν βρέχει

Όταν βρέχει

Ένα κλαράκι βασιλικός που έκρυβες στο γράμμα
Αρκούσε
για να ευωδιάσει το φοιτητικό μου δωμάτιο
Κι ο ήχος της φωνής σου
μ’ ακολουθούσε στους μεγάλους δρόμους:
«Να προσέχεις»

Ξεφυλλίζοντας το  «Πείνα και Δίψα»
βρίσκω τα άνθη λεμονιάς απ’ το περιβολάκι μας.
Στ’ αγαπημένα  Άπαντα
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από γυμναστικές επιδείξεις…

Όταν βρέχει
αναποδογυρίζω με μανία τα παλιά συρτάρια
Και γεμίζει με μνήμες το σπίτι
Τρέχω και κλείνω πόρτες και παράθυρα
Ανοίγω ένα παλιό κρασί
Και με βρίσκουν το πρωί στο πάτωμα
Χτυπημένη απ’ την απουσία…   

Φορτίο βαρύ

Φορτίο  βαρύ

Οι δρόμοι που αγάπησα χαθήκαν

Ή δεν τους αναγνωρίζω πια.

Κι’ η αθωότητα

Απ’ τα βάθη του μυαλού μου

Επιμένει να μου ορίζει τον κόσμο.

Ένα φορτίο βαρύ η νοσταλγία

Κι’ οι μέρες που έρχονται

Βιάζονται  να περάσουνε στη λήθη

Προτού τις ζήσουμε.

Μοιάζει σαν απειλή το παρελθόν

Σαν να μην έχουμε πια άλλες δυνάμεις

Για το μέλλον.

Κι’ η δίψα, δίψα παραμένει

Κι’ ο φόβος, φόβος.

Μην ξεπουλήσουμε το όνειρό μας

Μην αφεθούμε στο συρμό.

Το τοπίο μέσα μου

                                     Το τοπίο μέσα μου

Τις ώρες που ακίνητη κοιτάζω τη θάλασσα
ετοιμάζω μέσα μου το τοπίο του χειμώνα…
Αν δεν ξορκίσεις τα χαμένα καλοκαίρια
το φάντασμά τους θα σ’ ακολουθεί
και δεν θα βρίσκεις
ούτε στην πανσέληνο τ’ Αυγούστου γιατρειά.
Οι ανατολές που μάζεψα για φέτος
Οι χρυσοπράσινες πλαγιές
του κυρ Δημήτρη το πορτοκαλί βαρκάκι
ποιά καταχνιά να φοβηθούν;
Στο φως μου και στο χρώμα μου
Ποιο γκρίζο θ’ αναμετρηθεί;

Μου πήρε πολλά χρόνια
Μέχρι να μάθω να κοιτάζω τη θάλασσα…

Τώρα θα στεγνώνω το πέρασμά μου
Στους βροχερούς δρόμους
Με μια κόκκινη ομπρέλα
Θα διασχίζω την πόλη
και το σκοτάδι των ανθρώπων.
Κι’ όταν καμιά φορά θολώνει η ματιά μου
Θα τρέχω στο τοπίο μου να κλειστώ
Και στ’ ασπροκλήσι της Θύμαινας
θα μπαίνω
που η λειτουργία της Παναγιάς
διαπερνάει το τζαμάκι στ’ άγιο βήμα
κι’ αρμενίζει στο πέλαγος…

Τέλος Αυγούστου

Τέλος  Αυγούστου



Ύστατες προσπάθειες παράτασης του Καλοκαιριού!

Καθηλωμένη κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι
Κάνω πως δεν τα βλέπω τα καράβια…
Ακίνητη, το επόμενο  προσμένω
Έρχεται γύρω στα μεσάνυχτα.
Πιάνει Αστυπάλαια κι’ Αμοργό.
Κι’ έχει ένα φεγγάρι τον Αύγουστο!
Ίσως το επόμενο, το γρήγορο
που πιάνει Πειραιά χαράματα…

Μα με προσπέρασε κι’ αυτό.

Κι’ οι  αποσκευές μου αζήτητες στην προκυμαία…

24 Αυγούστου 2007
Πώς να πατήσεις στην ορεινή χώρα;
Έτσι που έγινε απ’ την αλμύρα η ψυχή σου…
Και τα μάτια της
έτσι που άνοιξαν πελώρια
Πώς να τα κλείσεις πάλι…

Στην αδελφή μου

  Στην   αδελφή μου

Άγρυπνα  στέκια  της  παροικίας
Βουβά  υποκατάστατα
Γεύση  πατρίδας  αλμυρή…
Athens  café, Ammos, Akropolis…
Μοναξιά  στοιχειωμένη  στους  δρόμους  της  Αstoria…
Ψηλαφώ  του χωρισμού  μας  την  έρημο
Και  σε  βρίσκω  εκεί, καθηλωμένη
Σαν  σε  φωτογραφία  ασπρόμαυρη.
Εκεί, στην  ουρά  για  το τραίνο.
Εν  μέσω  άφιλων  φυλών…
Με την  ίδια  νοσταλγία  στο βλέμμα
Με την  ίδια  θλίψη  να  στάζει
απ’ τον  πληγωμένο  ουρανό  του  Mανχάταν.
Πώς  να  στεριώσεις  σε  δυό  πατρίδες
Ποια  να’ναι  τάχα  η  δική  σου  η  γη;

Ο  ιδρώτας  μουσκεύει  τα  σεντόνια  τις  νύχτες
και  τ’  όνειρο  φεύγει  σαν  πλοίο  στα  βαθιά
καθώς  αργεί  να  στηθεί
το πολυπόθητο  σπιτάκι  με τον κήπο
Και  μένει  η πύλη  χρόνια  σφαλισμένη
που  βγάζει  στον  παράδεισο.
Τόσα χρόνια  μακριά, μια  ζωή…

Πόσα δάκρυα σιωπηλά 
Και πόσα χείλη ξερά απ’ τη δίψα
για  μητρική  ή  αδελφική  αγκαλιά!
Κι’ εσύ επιμένεις απελπισμένα
να   τα  χρεώνεις  όλα  στον  Κολόμβο
Λες   κι’  είν’  η  εξορία  σου
δική  του  ανακάλυψη…

Πρόσεχε

                                    Πρόσεχε

Κάτω απ’ το στρώμα μας η  ανάσα της θάλασσας.
Πρόσεχε
όταν τινάζεις τα σεντόνια στον ήλιο.
Την άλλη φορά
που σήκωσες απρόσεχτα τα μαξιλάρια
θυμάσαι  που η  νύχτα μου γέμισε εφιάλτες;
κι’ οι γλάροι που ξεψάριζαν
τα δίχτυα του Βαγγέλη
φτερούγιζαν για τη Χρυσομηλιά;

Είσαι αδέξιος κάπου- κάπου σαν παιδί
και με φοβίζεις.
Τα ξημερώματα
που δρασκελάς τα σύννεφα
για να μου φέρεις την ανατολή
ντύσου λιγάκι πιο ζεστά.
Φυλάξου
έτσι που τρέχεις, μην πληγωθούν τα πόδια σου
στις κορυφογραμμές…
Και
Πρόσεχε, μη μου ρίχνεις τόσο απότομα
το φως στα μάτια.
Αφού ξέρεις
πόσο μ’ αρέσει ο πρωινός ύπνος…

Προσμονή

                                             Προσμονή

Κι’  άλλο καράβι πέρασε.
Πάλι δεν ήρθες..
Μέρες ατέλειωτες στην προκυμαία
Μετρώντας λευκά πανιά.

Ξέρω πως θα’ρθεις.
Κι’ έχω την έγνοια
-μην τύχει κι’ έρθεις άξαφνα-
Να ετοιμαστώ..
Να σκαλίσω  την πέτρα με τ’ όνομά σου
Εκείνη πού φερα απ’ τ’ ακρωτήρι
Μαζί με τα κοχύλια
Και τον κόκκινο αστερία
Και τα ξυλαράκια που’ γλειψε το κύμα.
Να τα ταιριάσω όλα όμορφα, για Σένα
Δροσερά φρούτα στο τραπέζι
Εκείνο το λευκό λινό
Μια ψυχή διψασμένη
Κι’ ένα κορμί καυτό σαν τον Αύγουστο…