Και ξαφνικά…

 Και ξαφνικά…

Και ξαφνικά φάνηκε ο άγγελος
Που κάθε χίλια χρόνια ταράζει τη λίμνη.
Και τρέχουν όλοι να πλυθούν.
Αιμορραγούν οι πληγές
Κι’ η ματιά τους ελπίζει.
Σημαίνουν οι καμπάνες στη μικρή μας πόλη
Ανάβουν τα φώτα στις εξώπορτες.
Τρέχουν και τα παιδιά αλαφιασμένα
σκορπώντας  βάγια και λουλούδια.
Κάτι περιμένουν…
Απ’ το βουνό σφυρίζει ο άνεμος πανηγυρίζων…
Ο τρελλός αλαλάζει:
Η λίμνη γίνηκε θάλασσα!
Και πελώρια κύματα
Σκεπάζουν τους ανύποπτους.
Οι άτολμοι οπισθοχωρούν
Κρύβοντας τις πληγές στο πρόσωπό τους.
Λίγοι  αναδύονται λευκοφόροι
Μ’ έναν ήλιο παράσημο στο μέτωπο
Και με πυξίδα στο χέρι τους να δείχνει ουρανό!

Και να,
Που οι λίμνες γίνονται θάλασσες…
Αρκεί ο άγγελος να ταράξει τα νερά.
Αρκεί ένα χέρι θεϊκό
 ν’ ανοίξει το δίαυλο.
Αρκεί να χεις  την πίστη
των  προσερχομένων
στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ…

Ανήθικοι ηθικοί

      Ανήθικοι ηθικοί

Όλες οι μέρες ίδιες κι’ απαράλλαχτες
Καμιά γιορτή
Κι’ ο λυγμός που πνίγεται στο χωνευτήρι της πόλης…
Για τη ζωή που δεν έζησαν
Κι’ ούτε θα ζήσουν.
Το γέλιο κλεισμένο στο κουτί
που η Πανδώρα σφράγισε μόνιμα
Πουλιά τα όνειρα
Με θανάσιμη πληγή στο φτερό
Ήρωες σε μια μάχη δίχως νόημα
Νικητές ηττημένοι
Για μια ηθική  ανήθικη
Για ένα κύρος άκυρο
Για έναν συμβιβασμό.
Κι’ η πλατεία σφύζει από μάσκες
Κι’ η  αλήθεια φυλακισμένη σε δίχτυ
από μοναξιές βουβές και παράλληλες
Μάρτυρας χρόνια τώρα το Ψηλό Ρολόι
που αμείλικτα επιμένει ν’ αντιστέκεται
Στα π ρ έ π ε ι και στα δ ή θ ε ν

Όλες οι μέρες ίδιες κι’ απαράλλαχτες
Καμιά γιορτή
Κι’ ο λυγμός σαπίζει τον έρωτα
στο αιώνιο χωνευτήρι του Δρίσκου…

Θάνατος να βλέπεις τη χαρά απ’ τα κάγκελα…

Η γροθιά

  Η γροθιά
Ένα παιδί θα μας κυνηγάει πάντα
Στον ύπνο μας
Θάναι το παιδί που δεν αγαπήσαμε
Το παιδί που πληγώσαμε.
Θάναι το παιδί
που χτύπησε την πόρτα της ψυχής μας
και δεν ανοίξαμε
κι' εκείνο έσπασε την πόρτα του γραφείου μας.
Το είπαμε τρελλό
Και φοβισμένοι απ' τη σκιά μας
κλείσαμε βιαστικά τα κιτάπια μας.
 
Τί κι' αν διορθώσαμε
Την πόρτα του γραφείου
Τί  κι' αν διορθώνουμε το ήτα με το γιώτα
Η τρύπα απ' τη γροθιά
Πάντα θα χάσκει στο μυαλό να μας θυμίζει
Ότι τα  π ρ ώ τ α  στη ζωή βάζουμε  πρώτα...
  

Το λευκό φόρεμα

Το λευκό φόρεμα

Τι θράσσος  κι' αυτό!
Ένα  τέτοιο λευκό φόρεμα σε χώρο εργασίας.
Ανάμεσα σε γκρίζες στολές και γκρίζες μάσκες.
Τι θράσσος να βαδίζεις ανάμεσά τους
Και κυρίως.να βαδίζεις ευθυτενής.
Μια στα χαρτιά και μια στο πάτωμα κοιτάζουν
Με το χαμόγελο παντοτινά φυλακισμένο.
Έτσι που λησμόνησαν τους ανθρώπους.
Έτσι που λησμόνησαν τον ουρανό.
Κι' εσύ τολμάς να διασχίζεις τη μετριότητα
Φορώντας στα μαλλιά σου άνθη λεμονιάς!
Κι' ανεμίζει το λευκό σου φόρεμα
Κι' αντιφεγγίζει πάνω του η ηλιαχτίδα
καθώς μπαίνει απ' το μοναδικό παράθυρο
που παράτολμα άνοιξες με υπομονή στο χρόνο
Γιατί θέλεις να βλέπεις το φως
να παίζει με τ' άνθη της μικρής ροδιάς
και νάρχεται μέσα δίνοντας αξία ακόμα και στη σκόνη
δίνοντας κι' άλλη δόξα στις παλιές κορνίζες
των ηρώων και των ευεργετών.
Ποιος έχει  προσέξει τόσα χρόνια τη μικρή ροδιά
στην πρωινή  συγκέντρωση
όπου η καλημέρα σέρνεται σαν φίδι τρομαγμένο
στα σκαλοπάτια.
Ποιος νά ξερε
πώς ύφανες αυτό το λευκό σου φόρεμα!
Με πόση αγρύπνια, με πόση αλμύρα
και πόσα αστέρια κυνηγώντας.
Πόσα νησιά μπελόνιασες σε μίσχους λουλουδιών
συνάζοντας στη χούφτα σου βροχή
να πίνουν τα σπουργίτια τον Αύγουστο.
Ποιος  νά ξερε
Πόσο επώδυνο, μα πόσο αληθινό
ήταν εκείνο το ταξίδι μέσα σου.
Πόσες φορές ξεμάκρυνε το χέρι του Θεού
πριν σε απιθώσει τρυφερά στου φεγγαριού τη σκάλα
Με τα φιλιά της αδελφής σου να ξορκίζουν το κακό.
 
Τι  ν' απαντήσεις τώρα σε όσους σε ρωτούν:
Πού βρήκες το θράσσος
να διασχίζεις το γκρίζο
Φορώντας ένα τέτοιο λευκό κι' ανθοστόλιστο φόρεμα;
Και.πώς τολμάς κι' ελπίζεις
Ακόμα και  «εν ώρα υπηρεσίας»;

ΠΑΡΟΙΜΙΑ

                                          ΠΑΡΟΙΜΙΑ


Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό.
Δε σου ζητάνε τίποτα,
στην ντουλάπα κρέμονται.
Μην τύχεις πάλι σε  κηδεία με τα κόκκινα!
Έστω κι’ ένα μαύρο φουστάνι…

«Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος»…
Παίρνουμε την αράδα μας εμείς πια τώρα
Δε βλέπεις πως αριέψαμε;
Η μάνα είχε πάντα μια παροιμία στο στόμα.
Έχει και κρίνους μωβ και άσπρους στο χωράφι.
Κόψε και πήγαινε στην Αγιαναστασά, την Παναγία
Και τον Αηγιώργη…

«Πάντα ν’ αφήνεις μαύρα ρούχα στο χωριό…»
μονολογώ
ακουμπισμένη στο ίδιο όπως τότε στασίδι
που μ’ αναπαύει ακόμα
γυαλιστερό και οικείο…


ΑΠΕΡΓΙΑ

                                                  ΑΠΕΡΓΙΑ


Σήμερα απεργώ για τα χαμένα μου όνειρα
Για τους σκυφτούς, φοβισμένους συναδέλφους.
Για τη χαμένη  μου πατρίδα,
Για τα παιδιά που ακόμα ονειρεύονται…
Μα τίποτα δεν κάνω για το μετανάστη με το ζεστό βλέμμα.
Πέμπτη μέρα απεργίας πείνας
στα παγωμένα σκαλιά της Νομαρχίας.
Μακρινή πατρίδα η Σενεγάλη
δακρύζει μες’ τα γιορτινά λαμπιόνια.
Μες στο νέγρικο βλέμμα γεννιέται φέτος ο Χριστός
Μέσα σ’ αυτό σταυρώνεται.
Κι’ εγώ,
Απεργός της σιγουριάς
ρουφάω ασύστολα τη σούπα μου.

Ρίξε κι’ άλλα ξύλα στο τζάκι.
Προβλέπεται βαρύς αυτός ο Χειμώνας…

ΑΤΑΚΤΗ ΦΥΓΗ


                             ΑΤΑΚΤΗ  ΦΥΓΗ


Σα φίδι το βλέμμα σας
γλυστρούσε στο σκοτεινό μου περίγραμμα…
Εκείνα τα κρύα πρωινά
που σπάθιζα τη θλίψη
κόβοντας ένα-ένα τα σχοινιά
που είχαν προορισμό τα πόδια μου,
τα χέρια μου
και την καρδιά μου…
Σας πρόλαβα
πάνω στην ώρα
που σκυμμένοι στο χώμα
σχεδιάζατε χάρτες μυστικούς
ρωτώντας μάγους  και πλανόδιους γητευτές…
Ακατανόητες λέξεις βγαίναν απ’ το στόμα σας.
Κι’ ανεβαίνοντας ολοταχώς προς τον ήλιο
είδα το χέρι σας τρεμάμενο
να σημαδεύει το μυαλό μου.

Δυό φτερούγες πελώριες
με κλείσανε
με κρότο δυνατό.
Κι’ ο πυροβολισμός σας έσβησε
αφού άθελα πατήσατε τα πλήκτρα τ’ ουρανού
Κι’ ασταμάτητα μελωδεί το σύμπαν
Μα είσαστε πια μακριά…

Κάπου κάπου
αγναντεύω τις σκιές σας στο σούρουπο.
Μέσα σε ομίχλη πολλή βαδίζετε
Με θόρυβο πολύ οπισθοχωρείτε.
Και λέω πως δεν σας έπρεπε
μια τόσο άτακτη φυγή…

Μονόγραμμα


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011


Από Μαρία Τζιάτζου


Λυρική Παμβώτιδα ,Αύγουστος 2011