Το λευκό φόρεμα
Τι θράσσος κι' αυτό!
Τι θράσσος κι' αυτό!
Ένα τέτοιο λευκό φόρεμα σε χώρο εργασίας.
Ανάμεσα σε γκρίζες στολές και γκρίζες μάσκες.
Τι θράσσος να βαδίζεις ανάμεσά τους
Και κυρίως.να βαδίζεις ευθυτενής.
Μια στα χαρτιά και μια στο πάτωμα κοιτάζουν
Με το χαμόγελο παντοτινά φυλακισμένο.
Έτσι που λησμόνησαν τους ανθρώπους.
Έτσι που λησμόνησαν τον ουρανό.
Κι' εσύ τολμάς να διασχίζεις τη μετριότητα
Φορώντας στα μαλλιά σου άνθη λεμονιάς!
Κι' ανεμίζει το λευκό σου φόρεμα
Κι' αντιφεγγίζει πάνω του η ηλιαχτίδα
καθώς μπαίνει απ' το μοναδικό παράθυρο
που παράτολμα άνοιξες με υπομονή στο χρόνο
Γιατί θέλεις να βλέπεις το φως
να παίζει με τ' άνθη της μικρής ροδιάς
και νάρχεται μέσα δίνοντας αξία ακόμα και στη σκόνη
δίνοντας κι' άλλη δόξα στις παλιές κορνίζες
των ηρώων και των ευεργετών.
Ποιος έχει προσέξει τόσα χρόνια τη μικρή ροδιά
στην πρωινή συγκέντρωση
όπου η καλημέρα σέρνεται σαν φίδι τρομαγμένο
στα σκαλοπάτια.
Ποιος νά ξερε
πώς ύφανες αυτό το λευκό σου φόρεμα!
Με πόση αγρύπνια, με πόση αλμύρα
και πόσα αστέρια κυνηγώντας.
Πόσα νησιά μπελόνιασες σε μίσχους λουλουδιών
συνάζοντας στη χούφτα σου βροχή
να πίνουν τα σπουργίτια τον Αύγουστο.
Ποιος νά ξερε
Πόσο επώδυνο, μα πόσο αληθινό
ήταν εκείνο το ταξίδι μέσα σου.
Πόσες φορές ξεμάκρυνε το χέρι του Θεού
πριν σε απιθώσει τρυφερά στου φεγγαριού τη σκάλα
Με τα φιλιά της αδελφής σου να ξορκίζουν το κακό.
Τι ν' απαντήσεις τώρα σε όσους σε ρωτούν:
Πού βρήκες το θράσσος
να διασχίζεις το γκρίζο
Φορώντας ένα τέτοιο λευκό κι' ανθοστόλιστο φόρεμα;
Και.πώς τολμάς κι' ελπίζεις
Ακόμα και «εν ώρα υπηρεσίας»;