Ή ρ θ ε ς
Ή ρ θ ε ς
Σ' είδα από μακριά,
ν' ανοίγεις δρόμους
στα χωράφια με τα στάχυα.
Έλαμπε ο ήλιος κι' άστραφτε
Το κόκκινο ποδήλατό σου
και ρόδιζαν με το γέλιο σου
τα τσαμπιά στους αμπελώνες.
Απορημένα τα παιδιά παραμέριζαν
καθώς καιγόταν η καρδιά σου
στο διάφανο στήθος σου.
Η ανάσα σου άναβε
τα φαναράκια των κρίνων
κι' η καμπανούλα στον άη Γιάννη τον Κρυφό
συνένοχη στ' αγγελικά σου παραπτώματα.
Σταμάτησες το δειλινό στην αυλή μου
με βλεφαρίδες χρυσές
σαν γύρη από αγιόκλημα
κι' οι κεραίες των γρύλων
ανίχνευσαν στον αέρα
τη συχνότητα του Θεού.
Ήρθες.
Κι' η αγκαλιά μας, ουράνιο τόξο
που σκέπασε το σπίτι μας.
Κι' η αμαρτία μας
ευλογημένη μαχαιριά
στην άρρωστη καρδιά του συμβατικού.
Ο Δρόμος
Νόνη Σταματέλου
Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ' ατέλειωτα βράδυα
Πώς έλειωνα παρακαλώντας για ένα χάδι.
Νόνη Σταματέλου
Εκείνα τα Χριστούγεννα, θυμάσαι;
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα
Κι' ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου.
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο
Ταξίδι μου φάνηκε μακρύ
στα παιδικά μου όνειρα.
Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ' τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μου φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο χέρι μου
σαν μού δωσε τα ρέστα.
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιός θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι χέρι προσπέρασε
και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλλες
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω.
Δυό μεθυσμένοι μακριά.
Καμμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς.
Μόνο το βήμα μου αργό
Κι' ο αντίλαλός του μέσα μου.
Εβρεχε
Κι' η μοναξιά μου τρυπούσε τα κόκκαλα.
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες.
Κοίταζες απ' το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια.
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς, ίσως να τα ζηλεύαμε.
Βυθίστηκα άλλη μια φορά μεσ' στο βουβό μου κλάμμα.
Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.
Στην Ηρώ των πέντε χρόνων
Νόνη Σταματέλου
Από την ώρα που γεννήθηκες
-ίσως και πριν ακόμα γεννηθείς-
Τα βελούδινα ποδαράκια σου
αφήνουν ίχνη από αίμα στη χαρά μου.
Κάποιος ράντισε με δάκρυα ό,τι σε περιβάλλει
Τις πορσελάνινες κούκλες των παραμυθιών σου
Το αρκουδάκι σου
Τη μπότα του Αη Βασίλη
που σού φερα γεμάτη ζαχαρωτά.
Όσες φορές προλαβαίνω
τρέχω να τα στεγνώσω όλα.
Πριν τ' αγγίξεις.
Πώς ν' αποφύγω τα μάτια σου που με βασανίζουν
σαν με ρωτάς για τη μανούλα;
Πάντα αδιάβαστη με βρίσκεις.
Πώς ντρέπομαι κάθε φορά
που καθρεπτίζομαι στο βλέμμα σου!
-δεν έχω δει πιο καθαρό γαλάζιο-
Ανήμπορη που νοιώθω μπροστά σου!
Τά χω αναθέσει όλα στους αγγέλους
που φτερουγίζουν στον ύπνο σου
Παραμονές Χριστουγέννων.
Το αντίο
Νόνη Σταματέλου
Λίγα βιβλία, έναν καημό
Και τα μικρά ενθύμια της μάνας μου.
Κι' η πόρτα έκλεισε.
Δεν πήρα τίποτα απ' το σπίτι μας
δεν πήρα τίποτα από σένα
γιατί απλά ,πολύ απλά
μεσ' στην ψυχή μου,
μεσ' στο σώμα μου
τί κι' αν το αρνείσαι
μέχρι τον τάφο θα σε κουβαλώ.
Ποιόν θα ρωτήσω για να σε νοιάζομαι;
Ποιός ξέρει τάχα ν' αποτιμά
ένα τέτοιο α ν τ ί ο πόσο πονά;
Ποτέ δεν πρόσεχες τα δάκρυά μου
τις κρύες νύχτες
που ζήλευα κι' αυτό ακόμα το τσιγάρο σου
γιατί το κρατούσες ζεστά
Και κυρίως
γιατί σου ήταν απαραίτητο.
Πάντα φοβόμουν τα παραθυρόφυλλα
στις βροχές και στα χιόνια
γιατί εσένα φοβόμουν
πού χες φύγει από χρόνια.
Δεν μπόρεσα κι' ας πάλευα
να κρατηθώ κοντά σου
σαν νάσβηνε η φωνούλα μου
κύματα την κατάπιναν
και μ' έπαιρναν μακριά σου.
Δεν μ' άκουγες δεν μ' έβλεπες
κι' ούτε με χρειαζόσουν.
Μα όσο κι' αν ξεμάκρυνες
μη σε γελάσει ο χρόνος
Αν σβήσουμε το παρελθόν
ζούμε ζωή μισή.
Στην παιδική μου φίλη
Νόνη Σταματέλου
Μια κόκκινη σφυρίχτρα
Ξεχασμένη στον κήπο
Κι' ένα χτενάκι κίτρινο.
Μα πού κρύφτηκες;
Πάλι φοβάσαι;
Δεν σου θυμώνω
για το κυκλάμινο που πάτησες
Μπαίνει ο Σεπτέμβρης
Με τη βροχούλα χίλια θα φυτρώσουν κι' άλλα.
Όλα να τα πατήσεις αν μπορείς.
Μη με τρομάζεις.
Το τρυφερό σου πείσμα το ανίκητο
πως τρέμω μην πληρώσεις ακριβά!
Δεν σε μαλώνω, σου τ' ορκίζομαι.
Βγες, πάμε στου μπαρμπ' Άγγελου για παγωτό
Όπου θέλεις θα πάμε
Δεν μ' αρέσουν τ' αστεία σου
και την ορμή σου την ανύποπτη φοβάμαι.
Ποτέ σου δεν προσέχεις τ' αγκάθια
που ματώνουν τα λευκά σου πόδια.
Κι' εκείνα τα σκυλόδοντα
πώς βρέθηκαν ανάμεσα στις κούκλες σου;
Είναι τόσο αθώο το γαλάζιο σου βλέμμα
που το φοβάμαι.Ακούς;
Όπου θέλεις θα πάμε
Και στα Χαντάκια και στον Πύργο
Θάχει πολλά τζιτζίκια πάλι
Μα μη μου κάνεις πείσματα
Έτσι που τρέμω απ' το φόβο
μη σού λαχε κακό
και τ' όνομά σου λησμονώ.
Δεν ξέρω αν σε λένε Βούλα ή Ηρώ
κι' ο χρόνος μέσα μου
μια διάσταση πρωτόγνωρη έχει πάρει.
Φωνάζω δυό ονόματα
Τρέχω αλαφιασμένη μεσ' στο μεσημέρι
Ξεσήκωσα τη γειτονιά
Άφησαν το παιχνίδι τους και τα παιδιά
και μόλις σουρουπώνει
παίρνουν φακούς στα χέρια και μ' ακολουθάνε.
Το πιο μικρό βρίσκει μια σύριγγα
πλάι στο πρόσωπο του φεγγαριού
Και σταματούν όλα μαζί μεσοστρατίς
Και με κοιτάνε
Και με ρωτάνε.
Αύγουστος είναι;
Αύγουστος είναι;
Πάλι αιχμάλωτη
Στης λίμνης το απειλητικό γκρίζο
Πάλι με λασπωμένα πόδια
Φτάνω στο σπίτι μας.
Αυτός ο Χειμώνας δε λέει να περάσει…
Αύγουστος είναι; Α!
Πάλι ξέχασα την ψυχή μου στη βροχή
Κι’ αυτή η ματιά σου
Τι να πρωτοσκεπάσει;
Και το μυαλό μου σε τόσους δρόμους
Τι να πρωτοθυμάται…
Ναι, Αύγουστος είναι!
Πρέπει να στήσεις ώρες τ’ αυτί σου
στο μεσημέρι
για ν’ ακούσεις εδώ τα τζιτζίκια.
Ακούγονται μακριά…
Μην ξεχάσεις τα ψάθινα καπέλα
Έχει πολύ ήλιο στα νησιά.
Ρίξε στ’ αμάξι
κι’ εκείνα τα τέσσερα μεγάλα φτερά…
Άγονη γραμμή
Ελπίζουμε στη θάλασσα και φέτος.
Μα ποιόν να πρωτοξεπλύνει;
ποιούς καημούς να πρωτοδροσίσει;
Δυσκόλεψαν και τα Καλοκαίρια
αφού κλείνοντας την πόρτα πίσω μας
αφήνουμε μια στοίβα ειδοποιητήρια τραπέζης
επιστολές που δεν ανοίξαμε
ή άλλες που δεν στείλαμε ποτέ
μαζί με τα χαμόγελά μας
στις κορνίζες, στο σαλόνι…
Το πλοίο απ’ τον Πειραιά
Γεμάτο πουλιά τρομαγμένα.
Άγονη γραμμή η πορεία τους.
Το ερωτευμένο ζευγαράκι στο κατάστρωμα
Η ελπίδα μας
Και το πανηγυράκι της Παναγιάς στο λιμανάκι
Η παρηγοριά μας.
Ποιό Καλοκαίρι θα μας πάρει τη θλίψη;
Σ’ ευχαριστώ
Σ’ ευχαριστώ που μού δειξες
απ’ την αρχή το στερέωμα
για το κόκκινο δειλινό των Κυκλάδων
σ’ ευχαριστώ
για κείνο το « σ’ αγαπώ»
που ήχησε σε όλο το Αιγαίο.
Μα πιο πολύ σ’ ευχαριστώ
Για το ποτάμι που βρήκες στα σπλάχνα μου
Που τρέχει, τρέχει, τρέχει
Που τρέχει γαλανό νερό
Και πλένεται η ζωή μου.
Σ’ ευχαριστώ που μού δειξες
απ’ την αρχή το στερέωμα
για το κόκκινο δειλινό των Κυκλάδων
σ’ ευχαριστώ
για κείνο το « σ’ αγαπώ»
που ήχησε σε όλο το Αιγαίο.
Μα πιο πολύ σ’ ευχαριστώ
Για το ποτάμι που βρήκες στα σπλάχνα μου
Που τρέχει, τρέχει, τρέχει
Που τρέχει γαλανό νερό
Και πλένεται η ζωή μου.
Υπογραμμίσεις
Υπογραμμίσεις
Ζεστή κουβεντούλα, σχεδόν ψιθυριστή, στον περίβολο του ναού. Μετά την ακολουθία των χαιρετισμών. Μια παρέα παιδιών του Λυκείου κι’ εγώ. Λες και κάναμε συμφωνία μεταξύ μας για την ένταση της φωνής. Υπογραμμισμένες στο βιβλιαράκι με τον Ακάθιστο Ύμνο οι φράσεις: «Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου. Χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους, Χαίρε κιβωτέ, χρυσωθείσα τω πνεύματι. Χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε»(έκπληξη για μένα οι υπογραμμίσεις)!Προσπαθώ να απαντήσω σε καταιγισμό ερωτήσεων. Για τους Χαιρετισμούς, τη Θεοτόκο, τους Αγίους, τη νηστεία, την προσευχή, την Άνοιξη, τον έρωτα, το θάνατο, την Ανάσταση… Όλα ψιθυριστά(κι’ ο πιο ανυποψίαστος που βγαίνει από μια τέτοια πανδαισία ,θαρρώ πως χαμηλώνει τον τόνο στη φωνή).
Μάτια ολάνοιχτα ,καθάρια, ψυχές διψασμένες για την αλήθεια, έτοιμες ν’ απορρίψουν κάθε τι κάλπικο, δεν ευωδιάζει αγάπη, κάθε τι ηθικιστικό, κατηχητίστικο.
Στο μικρό πεζούλι, στον περίβολο του ναού, με το άρωμα της βιολέτας απ’ το γειτονικό αυλόγυρο. Με τη γλύκα της αμεσότητας που δίνει η ταπείνωση. Μια ταπείνωση που ιερουργείται μυστικά μέσα μας όταν υπάρχει ο σπόρος της αγάπης.
Η καληνύχτα κι’ αυτή χαμηλόφωνη. Το χαμόγελο όμως σίγουρο. η δίψα, δίψα .Τα παιδιά με τα περίεργα κουρέματα και τα πολλά σκουλαρίκια έχουν αναζητήσεις. Τα παιδιά της τεχνολογίας, απαιτούν αξίες. Στα σχολεία, ο χρόνος για γόνιμη και ζεστή κουβέντα, χρόνο με το χρόνο συρρικνώνεται. Τον καταπίνουν ανελέητα οι «κατευθύνσεις» και τα projects…
Αναρωτιέμαι, με όλες τις ενοχές που κουβαλώ, σαν εκπαιδευτικός ,σαν πολίτης αυτής της χώρας ,σαν ενήλικας ,σαν ψηφοφόρος. Γιατί γκρινιάζουμε για την κατάσταση στην παιδεία, το επίπεδο των μαθητών, τη γλώσσα τους, τη συμπεριφορά τους, την εμφάνισή τους; Τι αξίες τους δίνουμε, τι πρότυπα, τι π ο λ ι τ ι σ μ ό; Χιλιοειπωμένα πράγματα, κουράζουν.
Ναι, αλλά καίνε. Περισσότερο κι απ’ την αγωνία για την οικονομική κρίση.
Έχουμε το δικαίωμα να στραγγαλίζουμε τα όνειρά τους εμείς οι ψηφοφόροι πολιτικών που υπόσχονται μια Ελλάδα πνευματικά στεγνή, μια Ελλάδα των τουριστικών επιχειρήσεων, της τρομοκρατίας των καναλιών, τα ων «νεοάστεγων», των «νεόπτωχων» και της απόλυτα διεφθαρμένης βουλής;
Έχουμε το θράσος να αποκόψουμε αυτά τα παιδιά απ’ τις ρίζες τους, ανίδεοι εμείς «Ευρωλιγούρηδες»(ενοχλεί η γλώσσα του Ζουράρη, μα πια σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει να μην υπάρχουν άλλες αντιστάσεις).
Στα παιδιά που διαδηλώνουν στους δρόμους, που υπογραμμίζουν το «Χαίρε κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι, χαίρε θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε», ποιος θ’ απαντήσει για όλ’ αυτά;
Μήπως οι Προτεσταντίζοντες θεολόγοι, ιερείς ,επίσκοποι, τα απορρίπτουν μόνο και μόνο επειδή μπαίνουν στην εκκλησιά με το μπλουτζήν; Ή μήπως οι επιχειρηματίες φροντιστές δάσκαλοί τους; Μήπως οι «ταριχευμένοι μανδαρίνοι» (Ζουράρης) της Βουλής; Ποιός;
Ποιος θα τολμήσει ν’ αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που στέλνουν στην κοινωνία των ενηλίκων, με το σκισμένο τζην, τις κονκάρδες στο μανίκι, τα περίεργα κουρέματα;
Να τα κατατάξουμε στο «περιθώριο»; Αυτό είν’ εύκολο.
(Αναδημοσιευμένο κείμενο απ’ το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, Μάρτιος 1996,διορθωμένο Φεβρουάριος 2012)
Νόνη Σταματέλου
Σκέψεις και προβληματισμοί μετά το ανέβασμα μιας Θεατρικής Παράστασης
Σκέψεις και προβληματισμοί μετά το ανέβασμα μιας Θεατρικής Παράστασης
ΙΟΥΝΙΟΣ 2006 (7o Ενιαίο Λύκειο)
Ακροβατώντας για άλλη μια φορά, τόλμησα με μια παρέα παιδιών Λυκείου να προσεγγίσουμε δειλά δειλά την τέχνη του θεάτρου και ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο να μπει λίγη δροσιά στο άνυδρο τοπίο του ελληνικού σχολειού, μέσα απ’ το έργο του Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων». Ήταν ένα θαύμα στ’ αλήθεια το ότι φτάσαμε στην παράσταση και είχαμε μια αξιοπρεπή παρουσία, παρά το φόρτο μαθημάτων, παρά τη δυσκαμψία των δομών της εκπαίδευσης που θεωρεί σχεδόν γραφικούς όσους «δασκάλους» εκτός απ’ το συμβατικό μάθημα τολμούν και κάτι παραπέρα…
Αν και οι εγκύκλιοι του ΥΠΕΠΘ δείχνουν να προωθούν τη θεατρική παιδεία, το ελληνικό σχολειό, αποδεικνύεται ανίκανο να ξεφύγει απ’ τη φυλακή του αφού, δεκαετίες τώρα αναμασάει αποτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα έστω κι’ αν διατυμπανίζει βαρύγδουπους όρους όπως «ανοιχτό σχολείο» ή «διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο προγραμμάτων σπουδών»! Κι’ αυτό βέβαια έχει να κάνει με τη γενικότερη υποκρισία της νεοελληνικής κοινωνίας, που αποτελείται κατά το πλείστον από ανθρώπους μεγαλόστομους αλλά μικρόψυχους. Κι’ η υποκρισία αναπαράγεται, απ’ τη βουλή των ελλήνων μέχρι τους συλλόγους των εργαζομένων δασκάλων, γιατρών, αστυνομικών…με τελικούς αποδέκτες βέβαια τα παιδιά.
Η παράστασή μας έγινε αφορμή να γνωρίσουμε με τα παιδιά τη μεταπολεμική Ελλάδα, να γευτούμε την παλιά ξεχασμένη γειτονιά, που απ’ τη φτώχεια της αναδίδει βασιλικό και δυόσμο, ν’αγαπήσουμε τους χαρακτήρες του Καμπανέλλη ,όχι γιατί είναι άγιοι, μα γιατί είναι γνήσιοι μέσα στα πάθη τους.
Ως υπεύθυνη καθηγήτρια του συγκεκριμένου προγράμματος, δηλώνω πως χρειάζονται πολλές σελίδες για να χωρέσω τα συναισθήματα των παιδιών σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς που ετοιμάζαμε την παράσταση με πολύ κόπο και μεράκι. Παιδιά με εμφανείς δυσκολίες στην εκφορά του λόγου, δειλά, συνεσταλμένα, απέδειξαν μέσα στο ρόλο τους πόσο θεραπευτικό είναι το θέατρο για τη ζωή τους. Έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή με αλαζονεία και ρατσιστική συμπεριφορά στους συμμαθητές τους, συνέθεσαν μια παρέα αξιοζήλευτη.
Μου ζητήθηκε να γράψω τί πετύχαμε μ’ αυτή την παράσταση και σε τί αποτύχαμε.
Α μ η χ α ν ί α.
Δύο εικόνες έχω ζωντανές στο μυαλό μου.
Η πρώτη είναι όταν ο κόσμος χειροκροτούσε κι’ εμείς κλαίγαμε αγκαλιά με κάποιους γονείς ενώ μύριζε διακριτικά η γλάστρα με το βασιλικό απ’ τη σκηνή….
Η δεύτερη είναι πιο πρόσφατη, όταν ανακοίνωσα στη συνεδρίαση του συλλόγου των συναδέλφων τη διάθεσή μου να επαναλάβω το εγχείρημα τη φετινή χρονιά και εισέπραξα από δυό «συναδέλφους» την άποψη : «δεν προσφέρεις δα και τίποτα σπουδαίο στην εκπαίδευση…».Κι’ είδα κάτι βλέμματα που μου πάγωσαν το χαμόγελο…
Η εκπαιδευτικός
Νόνη Σταματέλου
ΙΟΥΝΙΟΣ 2006 (7o Ενιαίο Λύκειο)
Ακροβατώντας για άλλη μια φορά, τόλμησα με μια παρέα παιδιών Λυκείου να προσεγγίσουμε δειλά δειλά την τέχνη του θεάτρου και ν’ ανοίξουμε ένα παράθυρο να μπει λίγη δροσιά στο άνυδρο τοπίο του ελληνικού σχολειού, μέσα απ’ το έργο του Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων». Ήταν ένα θαύμα στ’ αλήθεια το ότι φτάσαμε στην παράσταση και είχαμε μια αξιοπρεπή παρουσία, παρά το φόρτο μαθημάτων, παρά τη δυσκαμψία των δομών της εκπαίδευσης που θεωρεί σχεδόν γραφικούς όσους «δασκάλους» εκτός απ’ το συμβατικό μάθημα τολμούν και κάτι παραπέρα…
Αν και οι εγκύκλιοι του ΥΠΕΠΘ δείχνουν να προωθούν τη θεατρική παιδεία, το ελληνικό σχολειό, αποδεικνύεται ανίκανο να ξεφύγει απ’ τη φυλακή του αφού, δεκαετίες τώρα αναμασάει αποτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα έστω κι’ αν διατυμπανίζει βαρύγδουπους όρους όπως «ανοιχτό σχολείο» ή «διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο προγραμμάτων σπουδών»! Κι’ αυτό βέβαια έχει να κάνει με τη γενικότερη υποκρισία της νεοελληνικής κοινωνίας, που αποτελείται κατά το πλείστον από ανθρώπους μεγαλόστομους αλλά μικρόψυχους. Κι’ η υποκρισία αναπαράγεται, απ’ τη βουλή των ελλήνων μέχρι τους συλλόγους των εργαζομένων δασκάλων, γιατρών, αστυνομικών…με τελικούς αποδέκτες βέβαια τα παιδιά.
Η παράστασή μας έγινε αφορμή να γνωρίσουμε με τα παιδιά τη μεταπολεμική Ελλάδα, να γευτούμε την παλιά ξεχασμένη γειτονιά, που απ’ τη φτώχεια της αναδίδει βασιλικό και δυόσμο, ν’αγαπήσουμε τους χαρακτήρες του Καμπανέλλη ,όχι γιατί είναι άγιοι, μα γιατί είναι γνήσιοι μέσα στα πάθη τους.
Ως υπεύθυνη καθηγήτρια του συγκεκριμένου προγράμματος, δηλώνω πως χρειάζονται πολλές σελίδες για να χωρέσω τα συναισθήματα των παιδιών σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς που ετοιμάζαμε την παράσταση με πολύ κόπο και μεράκι. Παιδιά με εμφανείς δυσκολίες στην εκφορά του λόγου, δειλά, συνεσταλμένα, απέδειξαν μέσα στο ρόλο τους πόσο θεραπευτικό είναι το θέατρο για τη ζωή τους. Έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή με αλαζονεία και ρατσιστική συμπεριφορά στους συμμαθητές τους, συνέθεσαν μια παρέα αξιοζήλευτη.
Μου ζητήθηκε να γράψω τί πετύχαμε μ’ αυτή την παράσταση και σε τί αποτύχαμε.
Α μ η χ α ν ί α.
Δύο εικόνες έχω ζωντανές στο μυαλό μου.
Η πρώτη είναι όταν ο κόσμος χειροκροτούσε κι’ εμείς κλαίγαμε αγκαλιά με κάποιους γονείς ενώ μύριζε διακριτικά η γλάστρα με το βασιλικό απ’ τη σκηνή….
Η δεύτερη είναι πιο πρόσφατη, όταν ανακοίνωσα στη συνεδρίαση του συλλόγου των συναδέλφων τη διάθεσή μου να επαναλάβω το εγχείρημα τη φετινή χρονιά και εισέπραξα από δυό «συναδέλφους» την άποψη : «δεν προσφέρεις δα και τίποτα σπουδαίο στην εκπαίδευση…».Κι’ είδα κάτι βλέμματα που μου πάγωσαν το χαμόγελο…
Η εκπαιδευτικός
Νόνη Σταματέλου
Πανελλήνια Ημέρα κατά της βίας στο σχολείο η 6η Μαρτίου…
Πανελλήνια Ημέρα κατά της βίας στο σχολείο η 6η Μαρτίου…
Σε τόσο δύσκολους καιρούς, δύσκολα μας πείθουν, φορείς και υπουργεία σχετικά με την ευαισθητοποίησή τους σε θέματα ενδοσχολικής βίας .Όταν η Παιδεία κλονίζεται συθέμελα και η χώρα παραπαίει, με καχυποψία υποδεχόμαστε ως δάσκαλοι έγγραφα που παροτρύνουν σε πρωτοβουλίες και δράσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στη σχολική κοινότητα.
Η καθιέρωση της 6ης Μαρτίου ως Πανελλήνιας ημέρας κατά της βίας στο σχολείο ,χλιαρά ηχεί στ’ αυτιά μας, μέσα στο γενικότερο κλίμα αναξιοπιστίας για τους σχεδιασμούς της Πολιτείας. Κι’ αυτό γιατί τα παιδιά μιμούνται και αναπαράγουν τη βία που συναντούν στην οικογένεια ,στο δρόμο, στις δημόσιες υπηρεσίες ,ακόμα και στη Βουλή των Ελλήνων. Άρα η προσπάθειά μας ν’ αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το φαινόμενο ,αποβαίνει συνήθως σισύφεια ,αφού και οι φορείς που παρέχουν συμβουλευτική υποστήριξη, δρουν αποσπασματικά και πολύ συχνά στελεχώνονται υπακούοντας σε κομματικές εντολές.
Καμιά φορά όμως, το μεράκι και η αγάπη μας για το χιλιοβασανισμένο ελληνικό σχολειό ,μοιάζει με τον κόκκο του σιναπιού που τινάζει κάποτε απρόσμενα τον αμετακίνητο βράχο…Κι’ αρχίζουμε να ελπίζουμε ότι δεν έχουν τελειώσει όλα, όταν βλέπουμε τ’ ανθισμένα χαμόγελα απέναντί μας που μπορεί να μην το λένε αλλά στηρίζουν πολλές ελπίδες τους σε μας τους δασκάλους.
Μέσα σ’ αυτή τη βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας που εκτός από οικονομική είναι κυρίως κρίση αξιών ,εμείς οι δάσκαλοι, με όσες δυνάμεις μας έχουν απομείνει απ’ την απαξίωση που εισπράττουμε συνεχώς, παλεύουμε να δημιουργήσουμε ένα υγιές κλίμα συνεργασίας της σχολικής κοινότητας με γονείς και τοπικούς φορείς.
Έχει ξοδευτεί πολύ μελάνι από ειδικούς που έγραψαν και γράφουν για τη δύσκολη και συνάμα γοητευτική ηλικία της εφηβείας, που ο άνθρωπος αναζητάει την ταυτότητά του και έχει ανάγκη από αξίες και πρότυπα. Λίγες φορές βέβαια γίνεται λόγος ειδικά στο Λύκειο-που παραμένει σταθερά προθάλαμος του Πανεπιστημίου- για αγάπη. Κι’ όπου κι’ όταν συμβεί, μοιάζει σαν κάτι που αφορά άλλη εποχή ,άλλους ανθρώπους. Συχνά τα παιδιά ντρέπονται να μιλήσουν γι’ αγάπη ,φοβούνται μήπως εκληφθεί σαν αδυναμία αν την εκφράσουν σαν συναίσθημα .Λίγος λόγος για αγάπη, ίσως γιατί η αγάπη λιγόστεψε επικίνδυνα στις ανθρώπινες σχέσεις. Ενώ πολύς λόγος γίνεται για projects,για υποτιθέμενο «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία», για εγκυκλίους ,διαβιβαστικά.
Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζονται ελάχιστα μεταξύ τους και πολύ συχνά δεν μπαίνουν στον κόπο να «γνωρίσουν» ούτε τους μαθητές. Σε μια τόσο απρόσωπη συνύπαρξη, όπου δεν εκφράζεται συναίσθημα ,άρα δεν υπάρχει πραγματική επικοινωνία ,οι έφηβοι ζητώντας τα όριά τους εκφράζονται ανάλογα στις μεταξύ τους σχέσεις, χρησιμοποιώντας συχνά βία, λεκτική, ψυχολογική ,ακόμα και σωματική. Μιλάμε τότε για επιθετικότητα, ρατσιστική συμπεριφορά, για παραβατικότητα. Ο έμπειρος εκπαιδευτικός διαπιστώνει ότι τις περισσότερες φορές τέτοιου είδους συμπεριφορές προέρχονται από παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση ή συναισθηματική ανασφάλεια και σχεδόν ποτέ σε σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας.
Πέρα απ’ τον επιστημονικό μας οπλισμό λοιπόν και τη συναισθηματική μας ισορροπία –στοιχεία απαραίτητα για ένα δάσκαλο-ένα μεράκι μας έχει απομείνει και μια καρδιά γεμάτη αγάπη, γι’ αυτά τα παιδιά που τραγουδάνε «γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον» ή γράφουν συνθήματα σαν αυτό που είδα κάποτε στον τοίχο σχολικού συγκροτήματος της Αθήνας «Στο σχολείο τραύματα, στην αγάπη θαύματα».
Αφού δεν μπορούμε να υποσχεθούμε σ’ αυτά τα παιδιά επαγγελματική αποκατάσταση και αξιοπρεπή διαβίωση για τα επόμενα χρόνια, ας τους δώσουμε συναισθηματική ασφάλεια, μήπως καταφέρουν και διαχειριστούν την αδιαφορία αυτού του κόσμου, που ανύποπτα ακόμα την ξορκίζουν με τραγούδια και όνειρα.
Μέσα σε ένα απαξιωμένο Λύκειο, όπου ο χρόνος καταπίνεται ανελέητα απ’ το κυνήγι της διδακτέας ύλης στα μαθήματα κατεύθυνσης ,η αντίδρασή μας στην παραβατικότητα των μαθητών καμιά φορά εξαντλείται στις καθιερωμένες συνεδριάσεις με το ρολόι στο χέρι, οι οποίες δεν έχω πεισθεί ακόμα αν λύνουν ουσιαστικά προβλήματα.
Αφού η δυσκινησία του προγράμματος δεν επιτρέπει σχεδόν ποτέ μια ειλικρινή συνομιλία ανάμεσα σε μαθητές και καθηγητές με αφορμή ίσως μια κινηματογραφική ταινία που θα δούμε όλοι μαζί με σχετικό περιεχόμενο ή η παγίδα της μιζέριας μας έχει εγκλωβίσει για πάντα στο ρόλο του κακοπληρωμένου, του αδικαίωτου δασκάλου. Έχει λησμονηθεί εντελώς μέσα σ’ αυτό το νοσηρό πλαίσιο η σημασία της αγάπης στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου, γι’ αυτό και οι μετωπικές συγκρούσεις με τους μαθητές μας είναι κανόνας, γι’ αυτό το αίσθημα της «ματαίωσης» πια είναι μόνιμο για το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπαιδευτικών. Και φυσικά ένας ματαιωμένος δάσκαλος, με τη γλώσσα του σώματός του και μόνο, μπορεί να ασκήσει βία ψυχολογική στους μαθητές χωρίς να το ξέρει.
Ίσως λοιπόν το φαινόμενο της καλούμενης ενδοσχολικής βίας είναι σήμερα περισσότερο περίπλοκο από όσο φαίνεται στις πρόσφατες εγκυκλίους του Υπουργείου που μας προτρέπουν στην «ανάπτυξη πρωτοβουλιών και δράσεων με στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση του εκφοβισμού και της βίας μεταξύ των μαθητών στο σχολείο».
Λευκαδιτισσες μανες
Νονης Σταματελου
Φιγούρες τραγικές η καλές νεράϊδες, θλιμμένες παναγιές ή ηρωίδες του μόχθου, σε τοπίο σημερινό, σε τοπίο χθεσινό, σκιές κινούμενες εκεί που το φως παίζει με το σκοτάδι κι’ ο θάνατος με τη ζωή.
Στο μυαλό και την ψυχή μας παίρνουν διαστάσεις μυθικές. Για μας, που τις βλέπουμε χρόνο με το χρόνο να λιγοστεύουν και μαζί να λιγοστεύει κι’ η παιδικότητά μας, γιατί οι μανάδες όσο ζουν, είναι ασπίδες που μας προστατεύουν απ’ το θάνατο. Μετά περνάμ’ εμείς μπροστά. Και χωρίς μάνα, ζητάμε αλλά δε βρίσκουμε πουθενά τη χαμένη παιδική μας ηλικία .Και σοβαρεύουμε ,κι ασχημαίνουμε, σαν δε μπορέσουμε να κλέψουμε στις μνήμες μας λίγη ομορφιά και νιότη…
Σημαδεμένες απ’ τον πόνο της ξενιτιάς, του χάρου, το ξεροβόρι, την «τσέτζερη»,το «δεμάτι»,τη «βαντάκα» και συχνά την αγνωμοσύνη μας για το δρόμο του μαρτυρίου που περπάτησαν για να μας μεγαλώσουν.
Η ιεροπρέπεια του μαντηλιού, κάνει τη Λευκαδίτισσα μάνα νάρχεται στον ύπνο μας και να μη ξέρουμε στ’ αλήθεια αν είναι η δική μας μάνα ή η Παναγιά…Και να ξυπνάμε απ’ τ’ όνειρο, λυτρωμένοι απ’ τα δάκρυα, για τη ζέστη απ’ το χνώτο τους που νοιώσαμε στο μάγουλό μας…
Οι Λευκαδίτισσες μάνες, οι πονεμένες και περήφανες…
Που είχαν πάντα ένα μυστικό για να μοσχοβολάει το χωριό απ’ το «μπριάμι»,την «κουλούρα»,το «παλαμίδι»ή τη «μαριδόπιττα».Γεύσεις και μυρωδιές από ένα χαμένο παράδεισο, που νοσταλγούμε όλο και πιο συχνά, μέσα στην άγευστη και πλαστική μας ευωχία...
Σήμερα προβάλλουν δειλά στην εκκλησιά, πόσο λιγόστεψαν…θαρρείς πως ξέφυγαν από Σκιαθίτικο τοπίο, σμιλεμένες ευλαβικά απ’ τη μοναδική γραφίδα του Παπαδιαμάντη.
Στις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» του Αυγούστου-τον Αύγουστο προγραμματίζει πια η Ελλάδα την παραγωγή πολιτισμού!-ζωντανά κατάλοιπα φολκλόρ για την αλλοτριωμένη σύγχρονη ματιά, παροπλισμένες, μα αξιοπρεπείς, ντυμένες στα καλά τους, με το «φουστάνι»,τη «σπαλέτα»,το «ποντάλι»και τις «μπόκολες».Η φούστα-μπλούζα που χαριτολογώντας υιοθέτησαν στην καθημερινότητά τους απ’ την «πρόοδο»των τελευταίων δεκαετιών, δεν έχει θέση στα γιορτινά.
Το «κανάλι»και το «κεφαλοπάνι» δεν είναι για μας που τις αγαπάμε απλά ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, ορίζουν αυθεντικές παρουσίες, οριοθετούν πολιτισμικά μεγέθη, δυσέυρετα και μοναδικά.
Κι’ αναζητάμε στη ζωή και στ’ όνειρο, μικρά ενθύμια, εικόνες μακρινές, πλάνα από κόσμους με καλαισθησία και ποιότητα, απλότητα κι’ αρχοντιά. Ένα ασπρισμένο πεζούλι κι’ ένα προσκέφαλο στο χειμωνιάτικο ήλιο, μια τσέτζερη κρύο νερό κατακαλόκαιρο στα μυριστικά της μικρής αυλής…Μια γλάστρα σγουρό βασιλικό που φύτεψαν με τα χεράκια τους, για να μας στείλουν ένα κλαράκι στο γράμμα…κι’ κείνο το κλαράκι αρκούσε πάντα για να ευωδιάσει το φοιτητικό μας δωμάτιο, οι δρόμοι κι’ η ψυχή μας…
Η βαθιά νοσταλγία μας τις εξιλεώνει, αυτές που φύγανε κι’ αυτές που φεύγουν…
Οι μορφές τους λειτουργούν στη συνείδησή μας πάνω και πέρα απ’ το κακό. Ο σοφός τους λόγος ξαφνικά γίνεται νόμος ,θυμίζει χαμένες αξίες. Αξίες που, μεγαλώνοντας ολοένα και πιο πολύ αναζητάμε, καθώς συχνά αισθανόμαστε άβολα, παρατηρώντας αμήχανα την τουριστική φρενίτιδα που ισοπεδώνει μέρη αγαπημένα, έχοντας άλλους νόμους. Οι αντιστάσεις λιγοστεύουν, των ανθρώπων και της φύσης, μπροστά στις επιταγές των καιρών, καθώς το παλιό αμπελάκι κι’ ο ελαιώνας παραδίνονται άνευ όρων στον αδυσώπητο νόμο της οικοπεδοποίησης, του εύκολου κέρδους.
Με το βλέμμα θολό αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμμα στα «Καλυβάκια»,πασχίζουμε ν’ αντισταθούμε στη λήθη. Κι’ η Λευκαδίτισσα μάνα ξέρει τον τρόπο κι αποτελεί πηγή αστείρευτη, είτε είναι ακόμα ανάμεσά μας, είτε χαμογελάει με σιγουριά απ’ την αντίπερα όχθη…
Θέλει ποίηση η εκπαίδευση
Θέλει ποίηση η εκπαίδευση
Συνεχίζεται σε όλα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας, η «αναπλήρωση» των χαμένων ωρών απ’ τη μεγάλη απεργία των καθηγητών κι η αντίδραση της κοινής γνώμης για την ασυνειδησία των απεργών καταλαγιάζει.
Νομίζει κανείς πια τώρα πως όλα έγιναν για εκτόνωση.
Ήταν απεργία της οργής. Η συσσωρευμένη πίκρα κάποιων ανθρώπων με στραγγαλισμένα όνειρα. Κάποιων, που πριν δύο ή τρεις δεκαετίες ρομαντικοί φοιτητές, ονειρεύονταν το σχολείο σαν πηγή έμπνευσης, χαράς και δημιουργίας. Στην πορεία εγκλωβίστηκαν μέσα στα δημοσιοϋπαλληλικά γρανάζια με την ψευδαίσθηση του εξασφαλισμένου κοινωνικού κύρους. Άλλοι, με την αγωνίας μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης ή ακόμα με την αναλγησία που μεταδίδεται σαν ιός στους καιρούς μας, επιδόθηκαν στο έργο της παραπαιδείας. Συμβιβάστηκαν. Έμαθαν να ζουν με γνώσεις και προσόντα, στα μέτρα της νεοελληνικής κοινωνίας της χρησιμοθηρίας. Ενταγμένοι μέσα σε καθιερωμένα εκπαιδευτικά σχήματα, δε δείχνουν ν’ ανησυχούν για πολλά πράγματα, πέρα απ’ το μισθολογικό κλιμάκιο, το αναλυτικό πρόγραμμα, την πειθαρχία των μαθητών. Στο εκπαιδευτικό σύστημα που υπηρετούν η διαπαιδαγώγηση των παιδιών έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Στην πρώτη μοίρα είναι η καλή εικόνα του σχολείου στον κύκλο των γονέων και των αρχών της περιοχής. Παντού επικρατεί το γράμμα του νόμου, το νεκρό σχήμα• στη βαθμολογία, στη διδακτέα ύλη, στις δραστηριότητες της σχολικής κοινότητας.
Καμμιά πρωτοτυπία, καμμιά «παράκκλιση» απ’ τα διατεταγμένα για τις δημόσιες υπηρεσίες.
Η αγωνία που κρύβει καθημερινά ο μαχόμενος καθηγητής μέσα στη γραφειοκρατική μηχανή, ξεχειλίζει συχνά στην αίθουσα, ή σε μια προσωπική, λυτρωτική συζήτηση με κάποιο συνάδελφο, μια συζήτηση πέραν του «εδώ και τώρα». Η αγωνία για το όνειρο της παιδείας, για τη χαμένη ελληνικότητά μας στον πολιτισμός μας, που άλλοτε μας έκανε να ξεχωρίζουμε από ένα άλλο έθνος.
Αυτή την αγωνία την είσαι όσο κράτησε αυτή η απεργία, στα μάτια πολλών συναδέλφων. Και δεν μπορεί να με πείσει κανείς πως αυτή την αγωνία την είχαν μόνο όσοι απεργούσαν (αν και ανήκω σ’ αυτούς που απήργησαν δύο μήνες). Αυτή τη συσσωρευμένη πίκρα.
Ναι, υπάρχουν σε κάθε χώρο και οι ανάξιοι• και αυτοί φαίνονται περισσότερο. Γιατί η ποιότητα κινείται σε χαμηλούς τόνους, δεν κερδίζει τη μάχη των εντυπώσεων.
Μα υπάρχει και η ελάχιστη ζύμη που ζυμώνει μυστικά το νεκρό φύραμα κι ο σπόρος του σιναπιού που τινάζει κάποτε απρόσμενα τον αμετακίνητο βράχο.
Την ελπίδα αυτή διέκρινα στο βλέμμα συναδέλφου φυσικού που μονολογούσε στην τελευταία συνέλευση ψιθυρίζοντας: «άλλα ζητεί η ψυχή μας, γι’ άλλα κλαίει!»
Αυτός που κάποια στιγμή πήρε το λόγο στο μικρόφωνο πασκίζοντας να τονίσει πως το ουσιαστικό πρόβλημα της παιδείας δεν είναι αν η χρηματική αύξηση που υπόσχεται ο υπουργός φτάνει στις 8500 ή 10000 δρχ., ενώ από κάτω ανταλλάσσονταν κομματικά πυρά.
Έσκυψα και μάζεψα απ’ το πάτωμα τα σκόρπια χαρτιά του που είχαν πέσει απ’ την άδεια καρέκλα. Το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα σχέδιο μαθήματος Χημείας τρίτης Λυκείου. Ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπο και εντυπωσιακό- γι’ αυτό αναφέρω σχηματικά μερικά σημεία- το βρήκα πιο σημαντικό απ’ τις διαπραγματεύσεις ΟΛΜΕ και υπουργείου.
Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας- ετυμολογική ανάλυση της λέξης «αφή»-Ολυμπιακός Ύμνος, Κ. Παλαμά, 1896, διαβάζει μαθήτρια (ιέρεια).
Στη συνέχεια το πείραμα. Ένωση θειικού οξέος x υπερμαγγανικού καλίου- αναφορά στο φως του Παναγίου Τάφου. (Προσεκτική προσέγγιση του θέματος χωρίς δογματισμούς, και απολυτοποιήσεις, με δέος μπροστά στην Ορθοδοξία μας. Άσκηση.
Και τέλος, με διακριτικό χιούμορ η φράση ἆφες αὐτοῖς (τονισμός της ψιλής σε αντιδιαστολή με τη δασεία στης λ. ἁφή και ετυμολογική διαφορά των ρημάτων ἅπτομαι και ἀφίημι).
Μια διδακτική ώρα, γοητευτική που δεν μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο και τον πιο φανατικό αρνητή της γνώσης. Ένα μάθημα Χημείας Δέσμης. Και ταυτόχρονα ένα παιχνίδι ανάμεσα στη γλώσσα, την ποίηση, την ιστορία και τη Μεταφυσική.
Επιστρέφοντας στη θέση του οργισμένος για την κοντόφθαλμη θεώρηση των πραγμάτων από Υπουργείο και συνδικαλιστές, κοίταξε τη φωτοτυπία στα χέρια μου και χαμογέλασε.
Θέλει φαντασία η εκπαίδευση. Και μεράκι. Και πολλή-πολλή ποίηση.
Ξέρω ένα θεολόγο που οργανώνει μαζί με τα παιδιά συσσίτια για τους άστεγους της πόλης, που αγνοεί συχνά τα βιβλία ύλης και διαβάζει στην τάξη Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη.
Ναι. Και κάποιους άλλους που οργανώνουν αποστολές φαρμάκων, στο Ζαΐρ μαζί με τους μαθητές. Παλιότερα στη Ρουμανία, τη Σερβία…
Ένας φιλόλογος κάνει μαθήματα «αμισθί»» σ’ όποιον θέλει να μάθει Αρχαία Ελληνικά, τ’ απογεύματα. Εκείνος ο Μαθηματικός απ’ τη Λευκάδα απαγγέλλει στην τάξη Βαλαωρίτη, είναι απ’ τους καλύτερους Μαθηματικούς στη Δέσμη, μα δεν μένει ποτέ στους αριθμούς…
Μια συνάδελφος σ’ ένα σχολείο της Κιάφας γράφει στο πολυτονικό κι ο Διευθυντής-φιλόλογος-της έσκισε τα θέματα.
Μήπως τον προκάλεσε;
Απλά του ανέφερε τα λόγια του Ελύτη:»΄Ο,τι είναι ο γλυπτικός διάκοσμος για ένα αρχαίο αρχιτεκτόνημα, είναι οι τόνοι και τα πνεύματα για τη γλώσσα μας». Και τότε της απάντησε: «δεν δέχομαι μαθήματα γλωσσολογίας … η επίσημη γλώσσα του κράτους…»
Κι ένας άλλος είχε τρέλλα με τη γλώσσα, την ποίηση, το θέατρο, αν και Οικονομολόγος είχε ανεβάσει κάποτε με το σχολείο «τη θαυμαστή μπαλωματού» του Λόρκα, εκπληκτική εμπειρία.
Βροχή στην κουβέντα μας οι περιπτώσεις συναδέλφων που «ρισκάρουν» παίρνοντας πρωτοβουλίες πέρα και έξω απ’ τα καθιερωμένα πλαίσια. Άλλος στον Έβρο, άλλος στην Ικαρία, στην Αμοργό, στα Γιάννενα… έτσι από περίσσευμα καρδιάς…
Για ν’ αγαπήσουν τα παιδία τη γνώση και την τέχνη, για ν’ αγαπήσουν τη ζωή αξιολογώντας την ομορφιά. Γιατί δεν μπορούμε να ελπίζουμε για τίποτα όσο η γλώσσα του Μακρυγιάννη ή του Παπαδιαμάντη μένουν ακατανόητες απ’ τους μαθητές μας που γνωρίζουν άπταιστα ονόματα ξένων μουσικών συγκροτημάτων με σατανικά σύμβολα και μηδενιστικά σλόγκαν. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε όσο μένουν άγνωστοι ο Λόρκα ή ο Αριστοτέλης, ο Πεντζίκης, ο Κόντογλου, όσο μένουν ακατανόητοι οι θησαυροί της εκκλησιαστικής μας ποίησης όπως το «ω γλυκύ μου έαρ… που έδυ Σου το κάλλος» «Κύριε εκέκραξα προς Σε, εισάκουσόν μου», ή «εν ταις λαμπρότησι των Αγίων Σου, πως εισελεύσομαι, ο ανάξιος»και όσο επιμένουμε να μεταφραστούν, ανίδεοι για τη μουσική που περιέχουν υπερασπιστές εμείς της απλοποίησης, της «προόδου», της ισοπέδωσης των πάντων.
Η συνέλευση τελείωσε. Πέρασε η άποψη για αναστολή των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Μείναμε τελευταίοι στην κρύα αίθουσα, τη γεμάτη θλίψη κι αποτσίγαρα. Χαμένοι σε μια «άλλη» συζήτηση για την παιδεία…
Καληνύχτα συνάδελφε
Μπορούμε να ελπίζουμε…
Ναι. Και να μην ξεχνάμε. Θέλει φαντασία η εκπαίδευση. Και μεράκι.
Νόνη Σταματέλου,Εφημ.Ηπειρωτικός Αγών
Η θεια Βασιλικια.Η δικη μας ,η μοναδικη,η αγαπημενη...
Ναι, είναι δυνατόν! Η θειά Βασιλικιά. Η δική μας ,η μοναδική, η αγαπημένη. Πέρασε στην αντίπερα όχθη. Και τώρα… τίποτα δεν είν’ όπως παλιά. Ο βασιλικός δεν έχει την ίδια μυρωδιά κι’ η γειτονιά μας βυθίστηκε σε μια αμήχανη σιωπή. Ποιός συνετός άνθρωπος δεν θα με προπηλάκιζε που πενθώ για μια γυναίκα που έφυγε «πλήρης ημερών»;
Η αναχώρησή της, αφορμή για αναβάπτιση στις παιδικές μας μνήμες. Όταν αυτή η γειτονιά ήταν αλλιώτικη. Κι’ εμείς αλλιώτικοι. Τότε που η θειά Βασιλικιά μπροστά σε μια μεγάλη φωτιά τηγάνιζε ψάρια. Κι’ ήμαστε όλοι γύρω γύρω, μεγάλοι και παιδιά και φάνταζε στα παιδικά μου μάτια αυτό γιορτή. Κι’ έτρωγε όλη η γειτονιά. Και ποτέ τα ψάρια δεν έφταναν όλα στο τραπέζι της. Δε θυμάμαι ποτέ να κλείδωνε το σπίτι φεύγοντας κι΄η απάντηση στην απορία μας, μας αφόπλιζε.: «τι θα μ’ πάρνε, τσ λίρες»;
Κανένας δεν την έκλεβε, εκτός από μένα και τη Νίνα που τρυπώναμε καμιά φορά να φάμε λίγο γλυκό κυδωνάτο… Γιατί, η κοινοκτημοσύνη που είναι ζητούμενο για τις αποκαλούμενες χριστιανικές κοινωνίες, γινόταν πράξη, έτσι απλά κι’ αυθόρμητα, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Στην ποδιά της είχε πάντα κάτι να φιλέψει, σύκα, σταφύλια, ρόδια ή μύγδαλα. Για όλους μας. Και σαν να γινόταν μεγάλη, τεράστια έτσι που άπλωνε τα χέρια της για να μας χωρέσει όλους, σε χρόνια δύσκολα, να μας χορτάσει απ’ το περίσσευμα της καρδιάς της.
Για μένα ήξερε να βάζει πάντα στην άκρη μια λιχουδιά απ’ το καφενείο του μπαρμπ’ Άγγελου, του άντρα της, ή να κρύβει κάτω απ’ τη μπέρτα της μια λεμονάδα!
Η διαχείρηση του καφενείου, όταν απαιτούσαν οι περιστάσεις, γινόταν με απίστευτη άνεση κι’ η κοινωνικότητά της εντυπωσίαζε κάτι ξέμπαρκους τουρίστες που εμφανίζονταν στο χωριό γύρω στη δεκαετία του ’60 και τη φωτογράφιζαν ασταμάτητα. Κι’ εκείνη νοιώθοντας πως ήταν θεονήστικοι, έτρεχε στο σπίτι και τους πήγαινε έτοιμη την «αργανάδα» που μοσχοβολούσε. Στους ντόπιους όμως δε χαριζόταν όταν έπιαναν την καρέκλα όλη μέρα μ΄έναν καφέ και τους απομάκρυνε με απίστευτο χιούμορ χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις!
Χαρακτηριστικοί ήταν επίσης οι διάλογοι με τους διάφορους εμπόρους και μικροπωλητές οι οποίοι τη γύρευαν για να τους κάμει «σεφτέ». Κι’ εκείνη τους έκανε παζάρια, μα αυτοί κάποιες φορές της τα χάριζαν ,έτσι, γιατί είχε καλή καρδιά, γιατί ξέρανε πως μετά θα ξεπουλούσαν!
Το ομορφότερο απ’ όλα τα περιστατικά-που αν και ήμουν παρούσα το είχα ξεχάσει και μου το θύμισε η νύφη της η Μαρία-ήταν αυτό με τον Άη Θανάση! Πρέπει να ήταν γύρω στο 1970-71,όταν πέρασε απ’ τη γειτονιά κάποιος πλανώδιος που πουλούσε «κονίσματα». Όλες οι γυναίκες στη γειτονιά έτρεξαν να πάρουν. Άλλη τον Άη Γιώργη, η μάνα μου τον Αγιαντρέα, η θειά Βασιλικια τον Άη Θανάση, που όσο κι’ αν έψαξε, δε βρήκε στο μικρομάγαζο ο πλανώδιος, της υποσχέθηκε όμως πως θα της τον έφερνε…
Πραγματικά, μετά από δυό –τρεις μήνες, εμφανίστηκε σίγουρος πως είχε ικανοποιήσει την επιθυμία της! Ξεχώρισε λοιπόν μέσα στ’ ‘αλλα εικονίσματα ένα που είχε πάνω καμιά τρακοσαριά κεφάλια με φωτοστέφανο!!!
«…και πούν’ ο Αη Θανάσης; »ρώτησε με εύλογη απορία η θεια Βασιλικιά…
«Νάτος , αυτός στη μέση» απαντάει ο πλανώδιος με βεβαιότητα διότι προφανώς το είχε ψάξει το θέμα( επρόκειτο για τους 318 Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, της οποίας ,ψυχή ήταν ο Μέγας Αθανάσιος).
Οπότε η θειά Βασιλικιά: «Εγώ σού’ πα να μ’ φέρς τον Αη Θανάση, δε σ’ χάλεψα όλη την τσέτα…!!!»
Οι αμέτρητες διηγήσεις της, για τα παλιά μούφερναν στα χείλη το τραγούδι «πάει ο καιρός ,πάει ο καιρός, πού ήταν ο κόσμος δροσερός»…που η φωνή του Μπιθικώτση το έκανε συγκλονιστικό.
Έτσι τελικά λειτουργούσε η παρουσία της τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας, τουλάχιστον για τη δική μου γενιά σαν σύνορο ανάμεσα σε δύο κόσμους. Γιατί φεύγοντας, πήρε μαζί της και τη δική μας ηλικία της αθωότητας. Όσο τη νοιώθαμε να υπάρχει ,έστω αδυνατισμένη και ανήμπορη, μας έδενε με τα παιδικά μας χρόνια. Τώρα είναι σαν να κοπήκαν οι γέφυρες, μεγαλώσαμε…
Δε θυμάμαι να γνώρισα άλλη αγράμματη γυναίκα με τόσο έντονη προσωπικότητα. Και πασχίζοντας να βάλω σε σειρά εικόνες μου απ’ αυτήν ,ήχους και μυρωδιές ,για να τη χωρέσω σε λεκτικά σχήματα και να ξεκαθαρίσω τι νοιώθω, παραιτούμαι. Ίσως είναι τα βιώματά μου τόσο στενά δεμένα μαζί της ή ίσως είναι η αντικειμενικά σπάνια στόφα ανθρώπου ή και τα δύο…
Η θειά Βασιλικιά, με τραχειά όψη ή γαληνεμένη, είτε ευθυτενής με την τσέτζερη στο κεφάλι είτε γυρτή κι’ ανήμπορη, είχε πάντα την ίδια λάμψη στο βλέμμα, την ίδια απελπισμένη δίψα για ζωή. Είναι από εκείνες τις γυναικείες παρουσίες που μας συνοδεύουν από παιδιά έως σήμερα ,παίρνοντας ανάλογα πότε τη μορφή της Παναγιάς, πότε της Φραγκογιαννούς του Παπαδιαμάντη ή της Κυράς των αμπελιών του Γιάννη Ρίτσου. Είναι σίγουρο πάντως πως συνοψίζει με μοναδικό τρόπο και κυρίως άθελά της, χαρακτηριστικά έντονων μορφών της λογοτεχνίας μας, της παράδοσής μας, αυθεντικές λαϊκές ηρωίδες με μαντήλι ,που έζησαν τη ζωή με την ίδια αξιοπρέπεια στον πλούτο και τη φτώχεια, τον πόνο και τη χαρά, τη γιορτή ή την καθημερινή.
Η θειά Βασιλικιά, η γυναίκα θρύλλος, αεικίνητη σχεδόν μέχρι το τέλος. Με τρυφερή φροντίδα για τα παιδιά της, το Θανάση και το Λία, σαν να μη μεγάλωσαν ποτέ, κι’ ας παντρεύτηκαν ,κι’ ας έκαναν οικογένειες. Η θεια Βασιλικιά, με την πηγαία καλωσύνη, τη γενναιοδωρία, την αθεράπευτη τάση να ενημερώνεται για όλους και για όλα! Μέχρι το τέλος.
Ανήκει σε κείνους που υπήρξαν έξω και πάνω απ’ το καλό και το κακό ,που δεν τους παρεξηγείς για τίποτα, δεν τους κρίνεις, απλά τους αφουγκράζεσαι. Γιατί κουβαλάνε πολλή σοφία. Γιατί έχουν μια εσωτερική δύναμη που καμιά φορά τα λόγια τους ηχούν στ’ αυτιά μας σαν χρησμός, σαν ευχή ή κατάρα, με μεταφυσικό κύρος, που θα υπολόγιζε σήμερα κι’ ο πλέον ορθολογιστής.
Στα μαθητικά μου χρόνια είχα την τύχη να της γράφω τα γράμματα για την Αυστραλία, στο Θανάση. Και ένοιωθε πάντα μεγάλη υποχρέωση γι’ αυτό, χωρίς βέβαια να υποψιάζεται πόσο απολάμβανα εκείνη την ώρα, όπου σε ένα καθαρό τετράγωνο ξύλινο τραπέζι, την είχα απέναντί μου να μου υπαγορεύει κι’ εγώ να παλεύω να αποτυπώσω στο χαρτί ένα ποταμό συναισθημάτων. Στο τέλος, πριν φιλήσει το γράμμα, καμιά φορά τραγουδούσε «τη θάλασσα τη γαλανή θατήνε χαλικώσω, θατήνε στρώσω μάρμαρο ναρθώ να σ’ ανταμώσω… περιστεράκια και πουλιά, εκεί ψηλά που πάτε, μη δείτε το παιδάκι μου να μου το χαιρετάτε…» κι’ ήταν σίγουρη πως το έγραφα κι’ αυτό.
Τον τελευταίο χρόνο είχε περιοριστεί στο σπίτι και την αυλή, χωρίς βέβαια να χάνει την επαφή της με τα όσα συνέβαιναν, παρόλο που δεν άκουγε πια καθόλου, λες κι’ είχε αναπτυγμένη μια τελείως δική της καινούρια αίσθηση, που της επέτρεπε να παίρνει θέση για όλα αφού δεχόταν διευκρινίσεις από όσους με υπομονή της δίναμε. Προτεραιότητα έδινε στα «μπαλέτα» της γειτονιάς-όπως ονόμαζε τους καυγάδες-που ωχριούσαν βέβαια μπροστά σε κείνα στα οποία η ίδια πρωτοστατούσε όταν ζούσε ακόμα η θεια Αφέντρα!(Νύφη και κουνιάδα βλέπεις…)
Ευλογημένος άνθρωπος, μα λίγοι το κατάλαβαν.
Ο τρόπος που με αποχαιρέτησε, ο τόσο ιδιαίτερος, ο τρόπος που διάλεξε να μου δώσει την ευχή της θα μείνει πάντα ένα μυστικό μεταξύ μας, τα τελευταία της λόγια, το βλέμμα της, η αυτοπαραίτησή της στα χέρια μου, ένδειξη πως είχε καταλάβει πόσο την αγαπούσα…
Η θεια Βασιλικιά ,περήφανη κι αξιοπρεπής, έφυγε σχεδόν τραγουδώντας, έχοντας απόλυτη επίγνωση του τέλους. Με μια δραματική εμμονή στο τραγούδι «νάταν τα νιάτα δυό φορές ,τα γηρατειά καμία…»
Κι’ ήταν εκείνη η εμμονή μια πολύ αυθεντική λαϊκή φιλοσοφία ζωής, που ,εμείς οι « διαβασμένοι», για να την εξαντλήσουμε, χρειαζόμαστε συχνά στίβες βιβλίων.
Κι’ όμως τα ουσιώδη καμιά φορά μπορεί να περιέχονται σε δυό στίχους, σ’ ένα λυγμό…
Νόνη Σταματέλου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)