Γράφει η φιλόλογος Βιβή Λάζου για την ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου " Έλλειψη χώρου",εκδ.Μελάνι
“Ποίηση και Θεός” , “Ποίηση και «ξένη»”, “Ποίηση και χρόνος”
“Ποίηση λόγος και Ποίηση σιγή”
“Η Ποίηση χρώμα»
θα μπορούσαν να είναι τίτλοι θεματικών ενοτήτων της παρουσίασης της «Ελλειψης χώρου» απόψε
“Ποίηση λόγος και Ποίηση σιγή”
“Η Ποίηση χρώμα»
θα μπορούσαν να είναι τίτλοι θεματικών ενοτήτων της παρουσίασης της «Ελλειψης χώρου» απόψε
Διαβάζω το ομότιτλο
Ελλείψει χώρου η Ποίηση της Νόνης Σταματέλου ανατείνει στο Άυλο, ανατάσσει τον υλικό χρόνο, ανακαλεί τη δική της ύλη:
Ανατείνει στο Θεό, στο άχρονο, το άκτιστο, με τη συνέργεια των αγνότερων κτισμάτων του:
τότε μένει ανερμήνευτη η διά της πτώσεως εξύψωση και πτήση, εκεί όπου ευρίσκεται η Ποίηση και ο Θεός ζητείται. Στις αίθουσες. Από τη νεότητα.
τότε ερμηνεύεται ως αμαρτία ενώπιον Θεού και αγίων η ατολμία ομολογίας των αμαρτημάτων, μόνη ευστοχία η μαρτυρία τους. Αυτή η μαρτυρία, δηλαδή η Ποίηση, διασώζει από την αληθινή βλασφημία και αγιάζει
τότε η ίδια ψάλλει το παιδί που τίκτεται σ’ αυτό τον ευτελή κόσμο, την υπομονή των Παθών και την ανυπομονησία της Ανάστασης
Ανατάσσει το χρόνο παριστάνοντας ανθρωπόμορφες τις υποδιαιρέσεις του:
τη νιότη που ενοικεί στους δρόμους του φθινοπώρου (οι δρόμοι την εχθρεύονται, τους δρόμους της διεκδικεί)
όλες τις εποχές της που συγκατοικούν στο πατρικό, στην εστία της πρώτης, με τις φροντίδες της τελευταίας, που τις συναιρεί
το παρόν φθινόπωρο
το έαρ που εφορμά στο χειμώνα μιας ζωής, η ψυχή του οποίου είναι αιχμάλωτη του Αυγούστου
Ανακαλεί τους κτιστούς της χρόνους και χώρους
όταν αποζητά τον πατρικό ίσκιο και τη σκιά της μάνας (σχεδόν σε αναγκάζει να αναζητήσεις την παρουσία της μάνας, καθώς αφιερώνει τη συλλογή στους γονείς, περιλαμβάνει σ’ αυτή ένα ποίημα με τίτλο «στον πατέρα μου», ενώ στη μάνα επιφυλάσσει την πιο μυστική επιφάνεια)
όταν γίνεται studium exsulatus, σπουδή εξορίας, τα πονήματά της σιωπή, και λόγος η μόνη αληθινή πατρίδα, η παιδική ηλικία (η παιδικότητα μοιάζει υλική οντότητα εδώ)
όταν γίνεται εγερτήριος εφηβισμός, άλικο άνθος. Τι άλλο; Παρά τις ματαιώσεις, δε θάλλει πια επί ματαίω (ένα κόκκινο φόρεμα δεν αγοράστηκε ποτέ από το κορίτσι, από φόβο για το αίμα, την επανάσταση και τη διάκριση, στο συχνό όμως εφιάλτη της γυναίκας η φοιτήτρια φορά κοκκινισμένο από το αίμα μιας εξέγερσης φουστάνι)
όταν φαίνεται πραγματιστική
και ανασύρει – θετή κληρονόμος η ίδια- ως ανεκτίμητο ό,τι δεν εξετίμησαν οι φυσικοί κληρονόμοι
ή αναγνωρίζει στα απλά αντικείμενα τα απλοϊκά μέσα διάνοιξης της μυστικής ή εκφοβιστικής οδού προς τη σιωπή
και ανασύρει – θετή κληρονόμος η ίδια- ως ανεκτίμητο ό,τι δεν εξετίμησαν οι φυσικοί κληρονόμοι
ή αναγνωρίζει στα απλά αντικείμενα τα απλοϊκά μέσα διάνοιξης της μυστικής ή εκφοβιστικής οδού προς τη σιωπή
όταν αποκαλύπτεται μεταφυσική
και απευθύνεται στις διψασμένες ψυχές που αφήνουν ημιτελές το ποίημα
ή αποτείνεται στις σπάνιες αινιγματικές μορφές που λαμβάνει το Ωραίο για να δεχθεί τη σπάνια Ποίηση ως αντίδωρο δακρύων
ή λυτρώνει από την απώλεια του προσώπου διασώζοντας το χαμόγελό του
ή προμηνύει την απώλεια
και απευθύνεται στις διψασμένες ψυχές που αφήνουν ημιτελές το ποίημα
ή αποτείνεται στις σπάνιες αινιγματικές μορφές που λαμβάνει το Ωραίο για να δεχθεί τη σπάνια Ποίηση ως αντίδωρο δακρύων
ή λυτρώνει από την απώλεια του προσώπου διασώζοντας το χαμόγελό του
ή προμηνύει την απώλεια
όταν προτείνεται γνωσιολογική
κι αναλαμβάνει τη διάσωση των εξωφρενικών δοξασιών των πολλών για τους ολίγους και την προσφορά τους στους εκλεκτούς της για να διατηρήσουν εκείνοι σώας τας φρένας,
τη σαββατιάτικη γενική καθαριότητα των ψευδαισθήσεων
ή τη σύνδεση των ειδικών εμπειριών των ταξιδιών με τη γενική πείρα της ελευθερίας ως αθανασίας και ως μοναξιάς.
κι αναλαμβάνει τη διάσωση των εξωφρενικών δοξασιών των πολλών για τους ολίγους και την προσφορά τους στους εκλεκτούς της για να διατηρήσουν εκείνοι σώας τας φρένας,
τη σαββατιάτικη γενική καθαριότητα των ψευδαισθήσεων
ή τη σύνδεση των ειδικών εμπειριών των ταξιδιών με τη γενική πείρα της ελευθερίας ως αθανασίας και ως μοναξιάς.
Διαβάζω το ποίημα «Υποψία»
Ελλείψει χώρου η Ποιητική της Νόνης συσφίγγεται και το σώμα αυτό του έργου της περιορίζει τον όγκο του, αυξάνει όμως τη μάζα του.
Δε διστάζει να συστείλει σε απροσδόκητες συνεκδοχές και μετωνυμίες τις εκφραστικές της μονάδες ώστε να τους δώσει τη σφοδρότητα του ακαριαίου στην πρώτη (αναγνωστική) εντύπωση, αλλά και ελευθερία προοπτικών στις (μνημονικές) αποτυπώσεις τους,
να τις συμφύρει σε παράδοξες ενότητες ώστε να τους δώσει τη δραστικότητα της γνήσιας Ποίησης, που διεγείρει με μια εικόνα όλες τις αισθήσεις
να αξιοποιήσει τη στιχουργική που κρίνει κάθε φορά αρμόζουσα, ακόμα και τη λεπτουργία της παραδοσιακής φόρμας, όταν χρειάζεται να μοιάσει αφελής, καθώς σ’ αυτή, την αυθεντική Τέχνη, η «μορφή είναι κατασταλαγμένο περιεχόμενο».
να τις συμφύρει σε παράδοξες ενότητες ώστε να τους δώσει τη δραστικότητα της γνήσιας Ποίησης, που διεγείρει με μια εικόνα όλες τις αισθήσεις
να αξιοποιήσει τη στιχουργική που κρίνει κάθε φορά αρμόζουσα, ακόμα και τη λεπτουργία της παραδοσιακής φόρμας, όταν χρειάζεται να μοιάσει αφελής, καθώς σ’ αυτή, την αυθεντική Τέχνη, η «μορφή είναι κατασταλαγμένο περιεχόμενο».
Τολμά να περιστείλει τα ασφαλώς κυρίαρχα εικαστικά της μέρη σε κάδρα οικεία ιμπρεσιονιστικά βέβαια, τόσο όμως λιτά, μινιμαλιστικά, ώστε να σου αρκούν ένα κορίτσι που βηματίζει, ένα παράθυρο, λίγα φύλλα, μερικοί άγγελοι, κόκκινο χρώμα και χρυσή σκόνη, για να τα σχεδιάσεις στα περιθώρια κι αν μάλιστα τα ξεφυλλίσεις γρήγορα, να σχηματίσεις το δικό σου φενακιστοσκόπιο. Παιδικό, δηλαδή αγνό. Όχι αθώο.
Δε διστάζει να χτυπά τις πόρτες του διαδρόμου. Αυτή την παρομοίωση χρησιμοποιούσε η Μαρίνα Τσβετάγεβα για την αναζήτηση της ορθής λέξης στο ποίημα: όπως χτυπά κανείς τις κλειστές πόρτες κατά μήκος ενός ατέλειωτου διαδρόμου, έτσι αναζητά ο ποιητής τη σωστή λέξη. Μόνο μία θ’ ανοίξει. Αυτή τη μία αναζητά και βρίσκει η Νόνη για τη φωνή της.
Όσοι κατακτήθηκαν από το δικό της ξεχωριστό μέταλλο, θα το βρουν και στην «Έλλειψη χώρου», μόνο που θα συναντήσουν τα ρινίσματά του (όπως θα έλεγε ο Κοροπούλης) σε καινούργια – νομίζω- διάταξη λόγω του νέου ενεργειακού πεδίου που διαμόρφωσε η έλλειψη χώρου.
Μα ποιος είναι ο χώρος που της λείπει; Γιατί λείπει χώρος; Υποψιάζεστε – ελπίζω – ήδη. Σ’ αυτό το φαιό κόσμο τοις ποιηταίς ουκ έστι τόπος. Το ξέρουν πια. Άλλοι με πίκρα, όπως ο Χαίλντερλιν, άλλοι με θυμό, όπως ο Καρούζος, άλλοι με ηδύτητα, όπως η Νόνη, το φωνάζουν: «περιττεύουμε, κύριοι». Ας ξέρουν όμως ότι είναι περιττοί, με την έννοια που συναντάμε στον Αριστοτέλη: υπέροχοι, έξοχοι.
----------------------------------------
Γράφει η φιλόλογος Βούλα Σκαμνέλου
Βούλα Σκαμνέλου: Είναι χαρά να διαπιστώνεις πως η νέα ποιητική συλλογή της Νόνης Σταματέλου, «Έλλειψη χώρου», από τις εκδόσεις Μελάνι, Νοέμβρης 2015, μπορεί να σε πάει και να σε φέρει «ΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ» (τίτλος ποιήματος του Νάνου Βαλαωρίτη).
Μπορεί να σε πάει και να σε φέρει, κουνώντας σε όχι αποκλειστικά μόνο στη «Μετέωρη στο χρόνο» κούνια της «απ’ την ψηλή κορομηλιά», αλλά σε όλα τα άλλα μέρη. Σ’ αυτά που περιλαμβάνουν τα τοπία της ποίησης και της λογοτεχνίας, καθώς επιτελούν τις γνωστές «λειτουργίες» τους. «Λειτουργίες» που αναλύονται αενάως από τους κριτικούς, «νιώθονται» ανεξάντλητα από τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, αλλά προπαντός υπονοούν ένα ωραίο και αναγκαίο «φευγιό».
Στις λειτουργίες της ποίησης ας συνυπολογισθεί με όλες τις επιφυλάξεις και αυτή, όπως τη θέτει ο Αntonio Tabucchi: «να κρυφοκοιτάζει τη ζωή που πρέπει να ζήσουμε». Ο χαρακτηριστικός στην επικαιρότητά του τίτλος της τρίτης ποιητικής της συλλογής: Έλλειψη χώρου, μπορεί δηλαδή να σε προσανατολίσει στην ουτοπία μιας άλλης χωρικής αναζήτησης διεξόδων. Έτσι τουλάχιστον ενδέχεται οι πόρτες να ανοίξουν επιτέλους, «η επίμονη μνήμη» να παρουσιάσει «ένα μετέωρο βέλος προς τη χαρά», η κραυγή: «δεν έχω τόπο και δε χωράω πουθενά» να σιγάσει, ενώ «μια υποψία Άνοιξης» δε θα αφορά μόνο «στην εσάρπα». «Τα υπόλοιπα μαύρα» της ποίησής της σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα της εποχής συνδέονται και με το ότι «στους ναούς της πατρίδας» της «φωλιάζουν λύκοι», ενώ «οι ποιητές κρεμάστηκαν στις πλατείες…».
Η «αλαφροϊσκιωτη ματιά» της θα μας κάνει λοιπόν να νοσταλγήσουμε την απλότητα της ποίησης, να νιώσουμε τη δική μας έλλειψη χώρου, να ελπίσουμε, να ταυτιστούμε κάπως και να μελαγχολήσουμε «ασυστόλως», απολαμβάνοντας μαζί της κι εμείς αυτό το είδος της δικής της ποιητικής παιδικότητας, σαν «σκολαρούδια με χτυποκάρδι στη φωνή». Έτσι μόνο και με όλα αυτά θα «καταλαγιάσουν τα ζούζουλα και θα καταπραΰνουν τα μούμουλα» (μέρες που είναι), το ασφυκτικό πλαίσιο της α-τοπίας της, αφού ακόμα και η αγκαλιά «του» είναι «αχώρητη», ώστε να βρεθεί χώρος πλήρους ελευθερίας.
Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να είναι τα ποιήματα εκτός από «σωριάσματα», «επί πτερύγων ανέμων» «ευτυχώς» και μιλήματα μουσικά για τη θλίψη των ανθρώπων που «κουρνιάζει στα λίγα δένδρα»; Και στην τρίτη της ποιητική συλλογή η Σταματέλου κρατάει τα γνωστά μοτίβα της ποιητικής της, έτσι όπως υφάνθηκαν στην πρώτη ποιητική της συλλογή «Παιχνίδι Αιχμηρό», και με κάποιες τροποποιήσεις και μεταλλάξεις: το μοτίβο του έρωτα και του θανάτου, το μοτίβο του πόνου και της μελαγχολίας, το μοτίβο των αγγέλων και του θεού, καθώς και το μοτίβο της προσδοκίας. Αγαπημένα μου ποιήματα: Γενέθλια, Πέρα, Τα σύνορα, Παιδικό (συγκρατεί κάτι από την Αυγούλα του Ρώτα), Μετέωρη στο χρόνο, Το γέλιο σου και Στον πατέρα μου.(Τι έγινε αλήθεια το κοπαδάκι του και πώς τοποθετείται τώρα μετά το θάνατό του απέναντι στα δελτία καιρού;)
-------------------------------
Γράφει η φιλόλογος Λιλή Μαρδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου